Παρασκευή 5 Μαΐου 2017





ΤΑ ΧΩΡΙΑ ΑΝΩ ΚΑΙ ΚΑΤΩ ΚΕΡΔΥΛΛΙΑ ΣΕΡΡΩΝ

ΔΗΜΟΥ ΑΜΦΙΠΟΛΗΣ ΣΕΡΡΩΝ

(ΓΕΩΡΓΙΟΣ Κ. ΚΥΡΜΕΛΗΣ)


ΑΝΩ ΚΕΡΔΥΛΛΙΑ




Τό νά ἐπισκεφθεῖ προπολεμικά κάποιος ξένος τά Κερδύλλια ἔπρεπε νά τό σκεφθεῖ καλά. Ἐκτός ἄν κατά τύχη εὔρισκε στό Τσάγεζι κανένα φορτηγό γιά πάνω. Ἀλλοιῶς μέ τά πόδια. Αὐτοκίνητο δέν βρῆκα. Ρώτησα καί μοῦ ἔδειξαν τό χωματόδρομο, δεξιά κατά τή διεύθυνση τοῦ δρόμου προς Θεσσαλονίκη-στήν ἄκρη τοῦ σημερινοῦ χωριοῦ, ἐκεῖ, κατά τή μεριά τοῦ σημερινοῦ Δασοφυλακείου. Στενός ὁ δρόμος μέ βία χωροῦσε ἕνα φορτηγό. Κοίταξα ψηλά· δέ φαίνονταν οὔτε τά Κάτω Κερδύλλια. Διέκρινα τίς στροφές τοῦ δρόμου καί πιό δεξιά ἕνα καμπαναριό στήν κορφή ἑνός λόφου. Εὐτυχῶς δέν εἶχα μπαγάζια. Ξεκίνησα βιαστικά. Μά τά πόδια ἄρχισαν νά βαραίνουν ἐκεῖ παραπάνω. Στάθηκα λίγο. Στράφηκα ἀνατολικά καί θαύμασα τή γαληνεμένη θάλασσα καί τίς ἐκβολές τοῦ Στρυμόνα. Στό δρόμο εἶχα καί παρέα. Λίγο παραπάνω ἀπό τό Καλαμούδι μέ πρόφτασε ἕνας Ἀνωκερδυλλιώτης, Περικλῆς τό ὄνομα, νέος καμιά εἰκοσιπενταριά χρονῶν. Γνωριστήκαμε. Ἔδειξε ἐνδιαφέρον νά μάθει ποῦ πήγαινα μόνος στό χωριό. Τοῦ εἶπα πώς ἔχω συγγενεῖς. Χάρηκε. Συνεχίσαμε χωρίς πολλές κουβέντες. Πήρα θάρρος κι ἄρχισα νά τόν ρωτῶ γιά τό χωριό, τούς ἀνθρώπους, τίς δουλειές τους. Ἀνοίχτηκε κι ἐκεῖνος. Ἀρκετά ψηλά, ἀριστερά, ὑπῆρχε ἕνα μονοπάτι πού χώριζε τό δρόμο. «Ἀπό δῶ πααίν’ στού Μαναστήρ᾽ τούν Ἁηδημήτρη. Εἶναι θκό μας μά τώρα τό ἔχουν κάτ᾽ καλουγέρ᾽ » πρόλαβε ὁ φίλος. Τραβήξαμε δεξιά. Λίγο παραπάνω ἕνα ἰσιάδι. Τό μέρος ἐδῶ ὀνομάζεται «Καραμπελιᾶς». Ἐδῶ κάτι Ἀνωκερδυλλιῶτες σκότωσαν τόν Καραμπελιά, συμπατριώτη τους, γιά μηδαμινό χρέος: ἕνα φορτίο σαρίκια187. Πότε ἔγινε αὐτό ἄραγε. Ἴσως πολύ παλιά, ἐπί Τουρκοκρατίας. «Μπά, ὄχι, ἔχ᾽ καμιά δικαριά χρόνια» μοῦ λέει ὁ Περικλῆς. Πιάνεται ἡ ψυχή σου. Γιά ἕνα φορτιό σαρίκια....Ἄρχισα νά ἱδρώνω. Λίγο παραπάνω σταθήκαμε καί πάλι. «Δῶ τού μέρους λέγιτι Γκραντίσκους», μοῦ λέει. «Ἕνας ἀρχιουλόγους μᾶς εἶπι ὅτι δῶ ἦταν τά ἀρχαῖα Κιρδύλλια.» Ἀνέβηκα πέντε-ἕξι μέτρα, δέ φαίνονταν τίποτα. Φαίνονταν ὅμως τώρα ἡ θάλασσα καί ὁ Στρυμόνας στά πόδια σου. Καθίσαμε λίγο. Ὁ Περικλῆς ἦταν ἕνα ντροπαλό παληκάρι. Τοῦ ἔδωσα τσιγάρο, μά δέν κάπνιζε. Ἀκόμα δέν ἦρθε στά χωριά αὐτά ὁ πολιτισμός. Ἀκοῦς ἐκεῖ 25 χρονῶν ἄνδρας καί νά μή καπνίζει... Σέ λίγο ξεκινήσαμε ἀφήνοντας τούς ἀρχαίους Κερδυλλιῶτες στόν αἰώνιο ὕπνο τους. Θά τούς ξυπνήσει ἄραγε κάποτε καμιά ἀρχαιολογική σκαπάνη; Ἀριστερά καθώς ἀνεβαίνουμε φαίνονταν μια χαράδρα-λάκκος μεγάλος- πού ξεχώριζε γιά τή μορφή βλάστησης πού πρόδινε νερό.
Δυτικά καί ἀρκετά μακρυά ὑπάρχει μιά ἄλλη βρυσούδα μέ τό ὄνομα «τοῦ καλόγερου τσεσμές» (βρύση). Κάποιος μοναχός ἀπ’ τό μετόχι μάζεψε τό νερό, ἔβαλε κι ἕνα σουλνάρ᾽ (πρόχειρο πέτρινο ἤ λαμαρινένιο σωλήνα, κι ἔγινε ἡ βρύση γιά τούς κατάκοπους ὁδοιπόρους πού ἀνέβαιναν στό χωριό. Λίγο παραπάνω πάλι ἕνας δρόμος ἀριστερά καί σέ μικρή ἀπόσταση τά παλιά ἀμπέλια πού ἔδιναν ἐξαιρετικῆς ποιότητας σταφύλια καί κρασί. Καί λίγο παρακάτω μια βρύση τό «Σιουλνάρ᾽ », μέ πολύ καλό νερό, ζεστό τό χειμώνα, κρύο τό καλοκαίρι.
Συνεχίζουμε. Μετά λίγη ἀνηφόρα ὁ τόπος ἰσιάζει. «Δῶ τού μέρους τού λέμι Λάκβα188». Λίγα σταροχώραφα. Πλησιάσαμε· περάσαμε κάτι, μικρά ἀκόμη, πεῦκα πού τά φύτεψαν οἱ μαθητές τοῦ σχολείου με ἐπικεφαλῆς τό δάσκαλό του Θανάση Γκένιο. Μπράβο!. Τό μέρος ἐδῶ, λέει ὁ Περικλῆς «τό λέμε Δερνάρ’ δῶ παλιά ἦταν ἕνα δέντρου -μεσέ του λέμε (δρῦς)- πάρα πουλύ ψηλό κι χουντρό πιό πουλύ, μά μιά μέρα ἕνας κιραυνός τού ἔκανι κουμμάτια, πάει», εἶπε λυπημένος. Ὄντως φαίνονταν ὁ τόπος. Εὐτυχῶς σώθηκε χαμηλά ἕνα κλαδί του. Ἐντείναμε τό βῆμα καί σέ 2-3 λεπτά βγήκαμε σ᾽ ἕνα ξέφωτο.


Χωράφια κι ἐδῶ καί ἀμπέλια περιποιημένα. Δίπλα ἕνα δρομάκι πού πάει κάτω, στή θάλασσα, στό Στόβουλο. Μπροστά μας ἁπλώνονταν τό χωριό, μά ὄχι ὅλο. Καταλάβαινες ἀμέσως πώς ἦταν τό μισό.
Ἐδῶ οἱ δρόμοι μας ἔπρεπε νά χωρίσουν. Τόν εὐχαρίστησα γιά τήν παρέα καί τοῦ ζήτησα νά μοῦ δείξει τό συγγενικό μου σπίτι, μά ἐκεῖνος ἐπέμενε νά μέ φιλοξενήσει στό δικό του. Ὅταν εἶδε πώς δέν γίνονταν, μέ παρακάλεσε αὔριο νά μέ ξεναγήσει «νά σύ δείξου τού χωριό, γιατί συγγινίδι ς᾽ εἶνι μπαρμπάδις, ἔχουν τά χρουνούδια τς᾽».
Ὄντως εἶχαν τά χρονάκια τους. ‘H γιαγιά Εὐανθία χάρηκε τήν παρουσία μου. Συγγενής καί Στεφανιώτης, τί ἄλλο ἤθελε.Ὁ παπποῦς Ἀριστοτέλης (Παπαγεωργίου) κουβάλησε ἀπό τό παντοπωλεῖο του τοῦ κόσμου τά καλούδια. Εἴπαμε, εἴπαμε πολλά, πέρασε ἡ ὥρα. Ἐδῶ πάνω δέν εἶναι ὁ ζεστός κάμπος.
Ἄρχισε νά κρυαδιάζει. Μιά κουβέρτα ἦταν ὅ,τι ἔπρεπε. Νωρίς τό πρωί ὁ Περικλῆς χτύπησε τήν πόρτα. « Τί ρέ Πιρικλῆ τέτοια ὥρα;» μουρμούρισε ἡ γιαγιά. «Νά πάρου τούν ἀγκουνό σ᾽ νά τούν δείξου τού χουριό» εἶπε χαμογελαστά. Χαμογέλασε κι ἡ γιαγιά καί τόν πέρασε μέσα. Τό «σπίτι τους» ἦταν ἀρκετά μεγάλο, μά δέν ἦταν δικό τους. Ἦταν τοῦ Καραμπελιά, ἄδειο τώρα ἀπό τούς ἰδιοκτῆτες, καί τό νοίκιαζαν. Δίπατο, ὅπως ὅλα τά σπίτια τοῦ χωριοῦ. Ἔμεναν ἐπάνω. Κάτω εἶχε τό παντοπωλεῖο του ὁ παπποῦς.
Ντύθηκα καί βγῆκαμε. Μοῦ εἶπε νά πᾶμε ἀπό τήν ἀρχή, ἀπό κεῖ πού μπαίνουμε στό χωριό. Πήγαμε. Μπροστά μας ἕνας φαρδύς σχετικά δρόμος, ἴσιος πού, καθώς φαίνονταν, ὁδηγοῦσε στό βουνό. Ὁ Κεντρικός δρόμος τοῦ χωριοῦ, στόν Πάνω Μαχαλᾶ. Χώριζε τό πάνω μέρος τοῦ χωριοῦ σέ δυό. Τό βλέμμα μου στράφηκε στά βουνά. «Κεῖ, ἀπέναντι εἶνι «τ᾽ ἤλιου τού μάτ᾽ » πρόλαβε, «κι ἀππού κεῖ σ᾽ ἀπάν τού Στιφανίτκου». Χαμογέλασα. Κοντά τό χωριό μου,γι᾽ αὐτό τόσο στενές σχέσεις παλιότερα, καί τώρα ἀκόμη. Συνῆλθα. Ἐδῶ ψηλά, στήν ἀρχή τοῦ χωριοῦ, ξεχώριζε τό καμπαναριό, κτισμένο στήν κορυφή τοῦ μπροστά μας λοφίσκου. Πετρόκτιστο, πολύ παλιό, μέ ἐσωτερική σκάλα. Δυό πατώματα καί μετά τό ἄνοιγμα μέ τίς καμπάνες. Δυό, ἡ μιά μεγαλύτερη ἀπό τήν ἄλλη καί ἕνα σήμαντρο ξύλινο. Τίς καθημερινές χτυποῦσε ἡ μικρή . Τό Σαββατοκύριακο ἡ μεγάλη καί σέ μεγάλες γιορτές καί τό σήμαντρο. Τό Πάσχα, τή Δεύτερη Ἀνάσταση, ὅλα μαζί, χαλασμός! Μά ἡ Ἐκκλησία, ὁ ναός; « Ἄ, δέν εἶνι δῶ· Ἰκκλησία εἶνι σ᾽ ἀκάτ᾽, κεῖ πού κάτ᾽, στού Μεσουχώρ᾽ ».
Δίπλα μας ἁλώνια καί ἀχυρῶνες. Νά ἐδῶ εἶναι τ᾽ ἁλώνι τοῦ Καλώτα καί τοῦ Κουτκούδη, τό ἔχουν μισό-μισό. Δίπλα τοῦ Νεστορούδη. Ἐδῶ εἶναι ἀχυρῶνες τοῦ Ἀντώνη Τζιαμούδη, τοῦ Κώστα τοῦ Ψαλλίδα καί δῶ τοῦ Ράδου. Βλέπουμε τή δεξιά πλευρά τοῦ Κεντρικοῦ δρόμου. Λίγο παραπέρα ὑψώνεται τό Σχολεῖο. Παλιό κτίριο, τίποτα τό ἰδιαίτερο. ‘H εἴσοδος εἶναι ἀπό μπροστά. Ἀνεβαίνουμε 3-4 σκαλοπάτια. ‘H αὐλή κτισμένη-τριγυρισμένη μέ τοιχίο. Καί σχεδόν σκεπασμένη μέ μιά κληματαριά. Μπροστά μας, κάτω, ἀριστερά τό γραφεῖο. Καί δίπλα «η Κοινότητα-τό γραφεῖο».
Ἀνεβαίνουμε πάνω. Δύο αἴθουσες. Μιά μεγάλη, ὅπου γίνεται συνδιδασκαλία, οἱ Γ, Δ,) καί Ε, ΣΤ τάξεις, γεμάτες θρανία, ἕνα τραπέζι καί μιά καρέκλα γιά τό δάσκαλο καί ὁ μαυροπίνακας στόν τοῖχο. Στή μεγάλη ἔκανε μάθημα ὁ δάσκαλος, ἕνας νεαρός λεβέντης ἀπό τό Καρπενήσι: Βασλίλης Ράγκος. Μᾶς δέχεται καλόκαρδα. Μᾶς λέει πῶς, Καρπενησιώτης αὐτός, βρίσκεται στά Κερδύλλια. Δέν παραπονιέται, μά νά,πόλεμος τώρα, κι αὐτός βρίσκεται μακρυά ἀπό τούς δικούς του. «Καλός κόσμος, φτωχός μά φιλότιμος καί δουλευτάρης». Τοῦ λέω γιά τά λίγα παιδιά. Ἄ, ἐδῶ προέχει ἡ δουλειά καί τῶν μικρῶν. Βόσκουν τά γελάδια γύρω ἀπ’ τό χωριό. Μιλᾶμε λίγο, μά ξαφνικά ἀκούγονται κάτι φωνές: « Κίριι, κύριι, Λιόλιους μι βαράει! ». Ὁ μιά πιθαμή πιτσιρικᾶς χτυποῦσε τόν Κώστα τ᾽ παπᾶ!, ἕνα παληκαράκι δυό φορές ψηλότερο τοῦ Λιόλιου!. Γέλασε ὁ δάσκαλος, γελάσαμε ὅλοι καί τούς ἀποχαιρετίσαμε.
Πιάνουμε τώρα τήν ἀριστερή πλευρά τοῦ δρόμου. Πρῶτα-πρῶτα ὑπάρχουν δυό ἀλώνια: τοῦ Ἀλέξη τοῦ Κολυφοῦ καί τοῦ Γιώργου Ἀγρουλιᾶ. Αὐτά τά ἁλώνια... Παραπέρα, στή γωνία, τό καμένο σπίτι τῆς Σοφίας Κατσαμπρόκα. Ἀλήθεια πῶς κάηκε τό σπίτι αὐτό μέσα στό χωριό; Καί τί ἔγινε ἡ καημένη ἡ Σοφία; Μπαίνουμε σ᾽ ἕνα στενό δρομάκι. Ἀριστερά μας τό σπίτι τοῦ Γιώργου Μαραγκοῦ, ἕνα μεγάλο δίπατο σπίτι. Πάνω οἱ ἄνθρωποι καί κάτω τά κτήνη. Παντοῦ, σ᾽ ὅλα τά σπίτια. Σήμερα ὁ Μπαρμαγιώργης ξιαρίζει, ἤγουν ξύνει τίς κοπριές καί τίς φκιαρίζει βγάζοντάς τες ἔξω ἀπό τό ἀχούρι. Πίσω ἀκριβῶς τό σπίτι τοῦ Δημητροῦ Σταμέρη. Μικρό μά βολικό. Λίγο παραπέρα, ἀριστερά, τῶν Παπαγεωργίου, Μάλαμα, Νίκου, μεγάλο σπίτι· τοῦ Ματσίκη καί πιό πέρα τοῦ Ἀριστοτέλη Στεργιανοῦ.
Γυρνᾶμε πάλι στήν ἀρχή τοῦ δρομίσκου. Ἐδῶ ὑπάρχει ἄνοιγμα ἀρκετό. Μᾶς ὑποδέχεται ἕνας βαθύσκιος φραγκοπλάτανος.Στεκόμαστε λίγο. Τό ἀρκετά μεγάλο αὐτό ἄνοιγμα εἶναι ἡ μεγάλη πλατεία τοῦ χωριοῦ. Δέν περιμένω νά τή δῶ πλακόστρωτη. Εἶναι ὅμως καθαρή, τό χῶμα πατημένο. Πολυγωνική, θά ἔλεγα Ἐδῶ δεσπόζει τό σπίτι τοῦ Κώστα Ματσίκη. Μεγάλο μέ δυό τρεῖς οἰκογένειες. Τοῦ ἴδιου καί τῶν παιδιῶν του. Δίπατο κι αὐτό μέ τήν εἴσοδο ἀπό τήν πλευρά τοῦ δρόμου. Τό ἀχούρι αὐλίζεται πρός τήν πλατεία μέ μιά μεγαλούτσικη πόρτα. Ὁ Μπαρμπακώστας τό μετέτρεψε σέ καφενεῖο. Καναδυό παράθυρα καί ἡ πόρτα πάντα ἀνοιχτή νά ἀερίζεται, νά βγαίνουν οἱ καπνοί, ντουμάνι.
Μπαίνω καί καλημερίζω. Ἀνταπαντοῦν, μά μέ βλέπουν παράξενα. Ποιός εἶναι αὐτός ὁ ξένος. Τή λέξη αὐτή, ξένος, τή χρησιμοποιοῦσαν πολύ οἱ Κερδυλλιῶτες, ἀκόμη καί γιά κείνους πού ἦρθαν ἀπό αλλοῦ καί τελικά πολιτογραφήθηκαν Κερδυλλιῶτες. Τό ἐπίθετο ὅμως «ξένος» τούς ἀκολουθοῦσε. Τούς εἶπα ποιός εἶμαι. Χαμογέλασαν καί προσφέρθηκαν νά μέ κεράσουν. «Ἕνα μπερδεμένο», εἶπα κι ὁ καφετζῆς κατάλαβε. Ἔφερε ἕνα ποτηράκι μέ κονιάκ μέ λίγη μέντα, θαῦμα. Μικρό τό καφενεδάκι μέ τά σημερινά μέτρα. Λίγα τραπεζάκια μεταλλικά, ἐκεῖνα τά στρογγυλά, σχεδόν λαμαρινένια, πού κλίνουν στή μέση κι ἀνοίγουν λίγο γιά νά στηριχθοῦν σέ τρία πόδια. Στήν ἄκρη τό κουρεῖο τοῦ Κώστα Κουτλούδη, ἕνα τραπέζι μέ τίς μηχανές κι ἕνα καθρεπτάκι. Δυό αὐγά τό κούρεμα συνήθως. Ποῦ καί ποῦ καμιά δραχμή. Συνηθισμένοι πελάτες τοῦ καφενείου ὁ Μαυρόγιαννος, ὁ Θανάσης Μυλωνᾶς, ὁ πρόεδρος, ὁ δάκαλος καί μερικά ἄλλα «παληκάρια τοῦ ποτηριοῦ».Τά ἔτσουζαν καί κάπου κάπου ἄρχιζαν τά παλιογκαιρίσια τραγούδια, γιά μιά χήρα μέ τό ὀρφανό της πού τρέχουν ὅλοι νά τή βοηθήσουν...Κι ὁ Θανάσης Μυλωνᾶς, ἕνας ἐκπληκτικός γλεντζές καί τραγουδιστής, πάντα στό τέλος ψιθυρίζει τό «δικό» του (γιά τή γυναίκα του) τραγούδι
Μαρί μαριόλα Μαριορή
πού φαίνσ᾽ στούν ἀργαλιό πανί ( ὑφαίνεις)
πού φαίνσ᾽ στούν ἀργαλιό πανί
νά κάνς τού Διαμανῆ βρακί
Στό καφενεῖο αὐτό γίνονταν πάντα οἱ μεγάλοι χοροί τοῦ χωριοῦ. Γάμοι, βαφτίσια κι ἄλλες περιστασιακές ἐκδηλώσεις. Τό χειμώνα μέσα, ἀπό τήν ἄνοιξη καί μετά τά τραπέζια ἔξω. Κι ὁ χορός στή χωμάτινη πλατεία. Δέν πειράζει πού μερικά κορίτσια «πιδικλώνουνταν», ἀρκεῖ πού ὁ Σαπουνᾶς κι ὁ Κύρκος ἔπαιζαν καλά. Πολύς κόσμος γύρω. Τά γκουλιάρια τριγυρνοῦσαν στό κέντρο φωνάζοντας καί σηκώνοντας σύννεφο σκόνη. Παραγγελία τοῦ Μπαρμπαμήτσικα: «Aman doktor», ἀργός ρυθμός, σιγανό συρτό. Πρῶτος σέρνει τό χορό· ἀκολουθοῦν τά μπρατίμια· πιάνεται καί ἡ γυναίκα του καί οἱ νῦφες του. Κι ἄλλες, κυρίως ἡλικιωμένες. Ἀργό τό βῆμα, μεγαλοπρεπές. Αὐτός ὁ χορός θέλει ὄχι τέχνη - εἶναι ἀπλᾶ τά βήματα, μά θέλουν σιγουργιά καί μεγαλοπρέπεια. Ὄρθιο τό κορμί, τσακίσματα ὅπου πρέπει, τό μαντίλι κρατημένο στό πάντα ὑψωμένο δεξί χέρι καί... καλά κρατάει.
‘H εὐκαιρία νά «ξεδώσει» ὁ ταλαιπωρημένος αὐτός κόσμος. Ὅταν δέν εἶχαν τέτοια ὄργανα παράγγελναν τούς Χούπηδες, ἀπ’ τό κάτω χωριό: τόν Μπαρμπαγιώργη μέ τό γιό του τόν Παναγιώτη, βιολί καί οὔτι καί καλή διασκέδαση. Ἄν καί πάλι εἶχαν ἀτυχία, τότε τά καλά τά παληκάρια κατέφευγαν στήν ντόπια κομπανία: τόν Γιώργη τόν Τσιρίδα μέ τήν γκάϊντα καί τόν Κώστα τόν Πριμούδη μέ τόν νταγρέ.
Σχεδόν μέσα στήν πλατεία ἕνα λαμαρινένιο τόλ μέ στρογγυλές ἐγγλέζικες λαμαρίνες, τῆς χήρας Φώτως (Φωτεινῆς). Στό νότιο μέρος τό σπίτι τοῦ Δήμου Μιχούδη. Ψηλό καί ἀναγκαστικά περιποιημένο ἀφοῦ εἶναι στό κέντρο, στήν ἀγορά! Ἀπό κάτω καφενεῖο, ἀπέναντι τό ἕνα μέ τ᾽ ἄλλο. Πιό πέρα τά σπίτια τοῦ Ἀλέξανδρου Κολυφοῦ, τοῦ Κατσιούδη, τ᾽ Ἀτζάμου καί παραπίσω τοῦ Θανάση Τσιάγκα. Μετά εἶναι κάτι ἀχυρῶνες. Πολλοί ἀχυρῶνες αὐτό τό χωριό. Φυσικά, ἀφοῦ πολλά καί τά ζῶα. Τραβήξαμε ἀρκετά ἀπό τήν ἀριστερή μεριά τοῦ δρόμου. Γυρίζουμε στό σχολεῖο.
Ἀμέσως μετά ὑπάρχει ἕνα δρομάκι πού ὀδηγεῖ στό καμπαναριό. Τό γωνιακό σπίτι εἶναι μιά ἀποθήκη τῶν Νεστορούδηδων.Τό κτῖσμα αὐτό τό ἔκτισαν οἱ Ἄγγλοι. Χρησιμοποιήθηκε σάν μπακάλικο ἐπί ἀρκετά χρόνια.
Λέγεται πώς ἀπό δῶ ἄρχιζε μιά ὑπόγεια σήραγγα, ὁδηγοῦσε πιό κάτω στό σπίτι τῶν Νεστορούδηδων κι ἀπό κεῖ ἔβγαινε στό Καμπαναριό. Καί σχεδόν κολλημένο τό σπίτι τοῦ Καραμπελιᾶ, ὅπου καί τό μπακάλικο τοῦ παπποῦ.
Ἀκολουθεῖ τό σπίτι τοῦ Μακαρίτη Νικόλα καί μαζί τοῦ Καρανάσιου.
Ἀπό δῶ φαίνεται τό κάτω μέρος τοῦ χωριοῦ, τό Μεσοχώρι, κι ἀκόμα ὁ κάμπος καί μετά ἁπλώνεται τό ἄνοιγμα τοῦ καμπαναριοῦ. Εἴμαστε ἀρκετά ψηλά, ὥστε νά φαίνεται ἡ πεδιάδα τῶν Σερρῶν μέ τά κοντινά χωριά: Μαυροθάλασσα, Πύργος, Τράγιλος κ.ἄ. καί πρός τό βουνό, δυτικά, ἀρκετά σπίτια τοῦ Ἀηδονοχωρίου καί τό καμπαναριό. Γυρίζουμε πάλι πίσω, ἀμέσως μετά τό δρομάκι, πάντα δεξιά τοῦ κεντρικοῦ δρόμου. Στή γωνία τό σπίτι τοῦ Ἀγρουλιᾶ, ἀπό πίσω καί κατηφορικά τοῦ Θανάση Μακρῆ, δίπλα τοῦ Στεργιούκα, παρακάτω τοῦ Καραπέτσα, τοῦ Μιχάλη Μιχούδη καί πιό κάτω δεξιά τοῦ Σαρατζάνη καί παραδίπλα τοῦ Χουβαρδᾶ. Ἀκούγεται μιά ψαλμωδία. Ὁ Γιῶργος διαβάζει τόν Ἀπόστολο τῆς Κυριακῆς. Καλή φωνή, μοῦ λέει ὁ Περικλῆς: «νά τόν ἀκούσ᾽ νά τραγδάει, ἄ!!». Αὐτός κι ὁ Ἀλέξης, τό Χαριτούδ᾽, εἶναι οἱ βοηθοί τοῦ δεξιοῦ ψάλτη. Δέν προχωροῦμε παρακάτω, σύνορό μας τό δρομάκι. Γυρίζουμε πίσω καί συνεχίζουμε τά σπίτια ἀριστερά ἀπό τό δρόμο. Στή γωνία τ᾽ Ἀντών’ τ᾽ Βαρσάμη, τοῦ Τσιάκγα τοῦ Δημητροῦ μπροστά στήν πλατεία, τοῦ Σαμαρᾶ καί τοῦ Ζιώγα, δέν ἔχει ἄλλα. Κι ἐδῶ δρόμος πού ὁδηγεῖ στήν Πελέκα, τή βρύση λίγο ἔξω ἀπό τό χωριό, τί ἔξω, σχεδόν συνέχεια.
Ἀπέναντι ἀπό τοῦ Βαρσάμη, στήν ἄλλη γωνία, τά Καμουδέϊκα μέ τό μεγάλο τους ἀχυρώνα. Ἐδῶ μένουν τρεῖς οἰκογένειες, στό μπινά191. Στην πόρτα συναντήσαμε τό Θανάση Καμούδη. -Καλημέρα μπαρμπα Θανάσ᾽ λέει ὁ Περικλῆς, τι κάνσ᾽; Νά τώρα γύρσα ἀπ’ τ᾽ Πατσιούρα, ἔκανα καναδυό βιντούζις192. Ὁ ἴδιος ἦταν καί ὁ ὀδοντίατρος τοῦ χωριοῦ. Τά δόντια ἔβγαιναν με τανάλια ἤ με ἕνα σπάγγο στό δόντι πού πονοῦσε. Στο τράβηγμα, ὁ πόνος ἦταν φρικτός. Ἀπό πίσω τοῦ Τσέλιου Πατσούρα, τοῦ Γιαννούδη, τοῦ Κωστούδη. Ἐδῶ μέσα ἦταν καί τά Στεφανούδικα. Τελευταῖο τοῦ Χαριτούδη-τά Χαριτούδια.
Ἕνας πλάγιος δρόμος πού κι αὐτός ὁδηγεῖ στήν Πελέκα. Σωστά. Ὅλα τά σπίτια τοῦ πάνω χωριοῦ ἔπρεπε νά ἔχουν πρόσβαση στό μοναδικό νερό.
Ἀνάμεσα σέ δυό δρομάκια εἶναι τά σπίτια τοῦ Κομήτη,μπροστά στό μεγάλο δρόμο, τοῦ Κουτκούδη, κι αὐτό βλέπει στό δρόμο καί παραπίσω τά Κωστάδικα(Καραμπελιούδης). « Ἀπού κεῖ σ᾽ ἀπέρα δέν ἔχ᾽ τίπουτα».
Δίπλα, πρίν τό δρόμο γιά τ᾽ Ἤλιου τό μάτι, δυό ἀχυρῶνες: τοῦ Κωστούδη καί τοῦ Ζιώγα.Ὁ δρόμος, καί δεξιά ὁ ἀχυρώνας τοῦ Μουχτάρη, πίσω τοῦ Μακαρίτη, δεξιά τά Κουτκάδικα καί δεξιώτερα τά Μουλάδικα μέ τό φοῦρνο τους. Ἀκριβῶς ἀπέναντι ἀπό τά Μουλλάδικα τό σπίτι τοῦ Γιώργη Μακρῆ, παρακάτω τά Δασκαλούδια, πιό ἐδῶ τοῦ Καταρραχιᾶ, παρακάτω τοῦ Χρυσαφούδη, δίπλα τοῦ Λαγούδη καί τοῦ Λιάμτσιου.
Ἀπό κεῖ καί κάτω δέν ὑπάρχουν σπίτια. Εἶναι ὁ λάκκος-Μπρέντας ὀνόματι.
Ἄν ἀνέβουμε καί πάλι λίγο πιό ψηλά θά δοῦμε τό μεγάλο ἄνοιγμα πού προείπαμε. Ἕνας μεγάλος φραγκοπλάτανος, τριγυρισμένος μέ ξεκουραστικό γιά τούς διαβάτες πεζούλι, τό Λαμπαναριό.Ἐδῶ λέγεται πώς τά πολύ παλιά χρόνια γίνονταν κάθε Κυριακή παζάρι.Ἀνέβαιναν κι ἀπό τό Κάτω, μά πιό πολύ ἔρχονταν Τοῦρκοι Κονιάροι ἀπό τό Ἰνιλί193 κι ἀπό μερικές ἄλλες κτηνοτροφικές καλύβες μέσα στό βουνό, τοῦρκοι κτηνοτρόφοι (Πολύ ἐπικίνδυνοι).
Λίγο παραπέρα κάτι δενδράκια, τό Ξηροπήγαδο κι ὁ πεσμένος ἀχυρώνας τοῦ Κωστούδη.
- Ἄ, ἀστόησα νά σύ πῶ νά πᾶμι κι στ᾽ Μπιλέκα, προλαβαίνει ὁ συνοδός μου.Τόν καθησυχάζω.
Κατεβαίνουμε τώρα γιά τό Μεσοχώρι ἀπό τό Λαμπαναριό.
Ἐδῶ δεξιά εἶναι ἕνα μεγάλο-πολύ μεγάλο γιά τήν ἐποχή του-παντοπωλεῖο, τοῦ Κώστα Λιόλιου, Ντρίγκας τό παρατσούλι του. Παντοπωλεῖο μέ τά ὅλα του. Βρίσκεις ὅ,τι θέλεις. Ἀπό βελόνες μέχρι μηχανές γιά ράψιμο. Μέ τήν ξακουστή του τσιγκουνιά ὁ Κώτσιους ἔκανε αὐτό τό μαγαζί. Πέντε κορίτσια εἶχε . Τά χρόνια αὐτά, μετά τό θάνατο τοῦ πατέρα της (1936-37) ψυχή τοῦ μαγαζιοῦ ἡ μεγάλη του κόρη ἡ Γιαννούλα. Λεβεντόκορμη, μέ μιά γοητευτική ὀμορφιά, μά, πιό πολύ, ἐμπορικό μυαλό. Κάθε λίγο Σέρρες, πολλές φορές Θεσσαλονίκη. Καί συνήθως γύριζε στό χωριό ἀγκαζάροντας ταξί. Σκοτωμός γιά τά παιδιά ἡ ἔλευση ταξί. Μαζεύονταν ὅλα καί περιεργάζονταν τό «φαινόμενο». Μιά σταλιά αὐτοκίνητο! ‘H Γιαννούλα κρατοῦσε τό μπακάλικο γεμάτο καί αὐτή πάντα διευθετοῦσε τίς διαφορές καί τά παράπονα τῶν Κερδυλλιωτῶν. Πάντα ὁ Μπαρμπακώστας κατσούφιαζε ὅταν οἱ νοικοκυρές τοῦ ἔλεγαν «γράψτα στού τιφτιρούδ᾽». Μ᾽ αὐτά καί μέ ἐκεῖνα τό μαγαζί μεγάλωσε κι ἔγινε τό μεγαλύτερο στά Κερδύλλια. Δυστυχῶς ἡ Γιαννούλα πέθανε (1941) νεώτατη, 27 ἐτῶν, ἀπό φυματίωση, πού τά χρόνια ἐκεῖνα ἔκανε θραύση, στό Σανατόριο τοῦ Ἀσβεστοχωρίου.
Συνεχίζουμε: παρακάτω ἀριστερά (τά δεξιά τά εἴπαμε) τό σπίτι τοῦ Κουτλούδη Ἀθανασίου194 μέ τόν ἀχυρώνα, ἀμέσως τοῦ Πράνη καί τοῦ Γερακούδη καί δίπλα τοῦ Μουχτάρη. Στό τρίγωνο ἀνάμεσα στά δυό δρομάκια, τοῦ Γιώργη Πατσιᾶ.
Ἔτσι βγήκαμε στή μικρή πλατεία τοῦ Μεσοχωριοῦ, στή στροφή γιά τούς Ἁγίους Θεοδώρους. Στήν πλατεία αὐτή μαζεύονται οἱ Κερδυλλιῶτες τίς Κυριακές μετά τή Λειτουργία καί συζητοῦν διάφορα θέματα τοῦ χωριοῦ μαλώνοντας καί φωνάζοντας. Παίρνουμε τό δρόμο βορειοδυτικά. Μετά τοῦ Μουχτάρη μεσολαβεῖ ἕνα «στραβό» δρομάκι, πού μᾶς πάει σέ μιά «ἐκκλησίτσα» κι ἕνα μικρό σπιτάκι, ὅπου μένει ἡ καλόγρηα Πελαγία.’H Πελαγία! Ἦταν χήρα καί ἀφοσιώθηκε στό Θεό. Ἔκανε μέσα στό σπίτι της ἕνα παρεκκλησι καί διάβαζε παρακλήσεις. Πολλές μανάδες ἔφερναν τά μικρά τους καί τά «διάβαζε».Καλή καί εὐσεβής γυναίκα.
Ὁ δρόμος πλέον τραβάει βορειοδυτικά πρός τήν Παναγία. Ἑκατέρωθεν πλῆθος σπιτιῶν. Προχωροῦμε κι ἐμεῖς καταγράφοντας τά ἀριστερά εὑρισκόμενα σπίτια. Στή γωνία δεξιά ἀπό τό δρομάκι τῆς Πελαγίας εἶναι δυό, ἕνα μικρό κι ἕνα μεγάλο, τά Παπαράδικα, δίπλα τοῦ Κουτλούδη καί πιό δίπλα τά Στοϊλάδικα. Ἕνα ἄνοιγμα, κάτι μικρά δενδράκια κι ἕνας φοῦρνος καί παραπίσω δυό σπίτια σχεδόν κολλημένα, τοῦ Λουπράνη καί τοῦ Λιόντα. Ἕνας δρόμος πάει στά Πηγάδια καί ὁ ἄλλος πρός τήν Παναγία πού εἶναι μπροστά μας καί συνεχίζει γιά Καστρί καί Εὐκαρπία.’H ἀριστερή πλευρά τελείωσε. Θά συνεχίσουμε τή δεξιά ἀλλά ξεκινώντας ἀπό ψηλά, ἀπό τήν εἴσοδο τοῦ χωριοῦ καί πάλι. Ἀνεβαίνουμε σιγά-σιγά. Κι ἀρχίζουμε νά κατεβαίνουμε καί πάλι πρός τό μεσοχώρι. Ἀριστερά μας ἀπότομη πλαγιά μέ παλιουργές καί πουρνάρια. Δεξιά τό ἴδιο. Λίγο παρακάτω εἶναι ὁ ἁχυρώνας τοῦ Γερακούδη καί τό ψηλό κτίριο τῆς Ἀστυνομίας. Τό κάτω μέρος εἶναι ἀποθήκη καί κάπου-κάπου κρατητήριο. Ἐδῶ μένουν 3-4 χωροφύλακες μέ τόν ὑπονωματάρχη. Καλά παιδιά, κρητικοί συνήθως. Δυό-τρεῖς ἔγιναν καί γαμπροί, πχ. ὁ Παναγιωτάκης στήν Εὐκαρπία. Καλοδιατηρημένο τό κτίριο. Ἐδῶ μοῦ λέν ἔμεναν παλιά καί οἱ Τοῦρκοι τζαντερμάδες (χωροφύλακες). Γιά λίγο ἔμειναν καί καναδυό οἰκογένειες σαρακατσαναίων. Προσπερνᾶμε. Ἀμέσως ὁ δρόμος διχάζεται.Ὁ ἕνας στρίβει καί κατηφορίζει πρός τούς Ἁγίους Θεοδώρους καί τό Ντριγανίτσι, ἑνῶ ὁ ἄλλος συνεχίζει γιά τήν Παναγία. Ἐδῶ ἀκριβῶς σχηματίζεται ἡ πλατειούλα πού εἴπαμε πιό πάνω. Ἐμεῖς συνεχίζουμε. Δεξιά εἶναι τό σπίτι «τά Φαναρούδια», καλό, ψηλό καί σέ ὡραιο μέρος. Ἀπό κεῖ καί πέρα ὑπάρχει ἕνα ἄθροισμα-μικρός μαχαλᾶς- τά Χατζάδικα-Χατζούδη, πολλά ἀδέλφια. Τέσσερα τά σπίτια, τρία στό δρόμο καί ἑνα πιό κάτω. Εἶναι τοῦ Χρήστου Χατζῆ μέ τό μικρομπακάλικο, πού ἐξυπηρετοῦσε πλήρως τούς μεσοχωρίτες γιά ὅλα τά ἀναγκαῖα μικροψώνια. Κόσμος πολύς οἱ Χατζῆδες: Γέροι,νέοι, νύφες, παιδιά, ἐγγόνια, χαρά Θεοῦ. Ἐδῶ καί τό σπίτι τοῦ νεοχειροτονημένου Παπαδημήτρη Χατζούδη. Τά σπίτια πού προσπερνοῦμε τώρα εἶναι κτισμένα σέ ἐπικλινές ἔδαφος. Παρακάτω ἔχουν κάτι «μπαχτσούδια» μέ ξηρικά ζαρζαβατικά. Κάτι ντουματούδις μιά σταλιά.
Λίγο πιό πέρα τό σπίτι τοῦ Πρίμα καί λίγο παρακάτω τά Λιολιάδικα, ὅπου στήν αὐλή εἶναι δεμένα δυό τρία κατσίκια (φαίνεται εἶναι κτηνοτρόφοι οἱ Λιολιάδες). Μετά, τοῦ Γιαννούδη. Πίσω ἀκριβῶς ὑπάρχει μιά μικρή πλατεία «Μπεγλίκι» τό ὄνομα καί μετά τά δυό τελευταῖα σπίτια τοῦ χωριοῦ, τοῦ Γ. Παμπόρη καί τά Ματσιανούδια.
Γιά νά ὁλοκληρώσουμε νά ποῦμε δυό τρία λόγια γιά τήν περίφημη Πελέκα .Ἦταν ἡ βρύση τοῦ Πάνω Μαχαλᾶ. Νότια τοῦ οἰκοδομικοῦ συγκροτήματος. ‘H μοναδική βρύση, ὅπως κάτω τό Ντριγανίτσι.Ἐδῶ ὁδηγοῦσαν δυό μονοπάτια πού τά περπατοῦσαν ὁλη μέρα οἱ Κερδυλλιώτισσες καί τά παιδιά. Μέ τή στάμνα στό ὦμο «κούσιβαν», ἔτρεχαν νά προφτάσουν τούς μεγάλους πού κουρασμένοι ἀπ’ τή δουλειά καί τήν ἀνηφόρα ζητοῦσαν κρῦο - δροσερό νερό. Τό νερό τῆς Πελέκας ἔβγαινε ἀπό μιά πηγή, πού ἦταν «ὅδι κεῖ». Μέ δυό τρεῖς σωλῆνες τό νερό ὁδηγοῦνταν σέ μιά δεξαμενή-στέρνα, σκεπασμένη, μ᾽ ἕνα παραθυράκι, ἀπ’ ὅπου μποροῦσε νά δεῖς τή στάθμη τοῦ νεροῦ. Στό κάτω μέρος ὑπῆρχε ἕνας μπουρμᾶς, μιά κάνουλα, ἀπ’ ὅπου ἔπαιρνε ὁ κόσμος τό νερό. Ὅταν ὑπῆρχε ὑπερχείλιση, κατευθύνονταν σέ ἕναν μπαχτσέ τοῦ Δήμου (Δημούδ᾽ ) Πατσιᾶ, ἀρκετά μεγάλο, περίπου μισό στρέμμα, μέ ὅλων τῶν εἰδῶν τά ζαρζαβατικά, καρποφόρα δένδρα κ.λ.π. Ὑπῆρχε κι ἕνας ἀκόμη μικρότερος τοῦ Κατσιούδη. Ἀπό τή βρύση αὐτή ποτίζονταν καί τά ζῶα. Κι ἐδῶ, ὅπως καί στό Ντριγανίτσι, ἔρχονταν οἱ γυναῖκες πρωί-πρωί νά «πάρουν σειρά» καί ἔκαναν τίς μπουγάδες τους, ἁπλώνοντας τά ροῦχα στό πολλά πουρνάρια, ὁδι κεῖ... Πάνω ἀπό τήν Πελέκα ἐκτείνονταν μιά ἀρκετά μεγάλη ἔκταση μέ μονοκαλλιέργεια: τά ἀμπέλια μέ τά ἐξαιρετικά σταφύλια (ξηρικά) καί τό θαυμάσιο κρασί.
Αὐτά εἶναι τά Ἄνω Κερδύλλια. Τά περιγράψαμε ὅσο μπορούσαμε λεπτομερῶς. Περάσαμε δρόμους, δρομάκια, μονοπάτια, σκοντάψαμε σέ παλιά γκρεμισμένα σπίτια, ἐρείπια τώρα. Μά περάσαμε ἀπό παντοῦ. Πιστεύω ὅτι τό πάνω μέρος μέ τόν κεντρικό δρόμο εἶναι νεώτερο. Τό παλαιότερο ὀνομάστηκε Μεσοχώρι ἀργότερα, ὅταν ἐπάνω τά σπίτια πληθύνθηκαν καί σχηματίσθηκε πλήρης μαχαλᾶς.
Τό χωριό εἶναι παλιό, πολύ παλιό. Χωριό βυζαντινό, μέ ὅλα τά χαρακτηριστικά. Τά σπίτια κολλημένα τό ἕνα δίπλα καί, θά ἔλεγα, πάνω στό ἄλλο. Μιά συνοχή κατάλληλη καί λειτουργική, προσαρμοσμένη σέ χρόνους καί καιρούς δύσκολους. ‘H λειτουργικότητα φαίνεται καί ἀπό τή χωροθέτηση τῶν ναῶν.
Ὁ πρῶτος ἐνοριακός ναός ἦταν ἡ Παναγία. Φυσιολογικά τό νεκροταφεῖο ἦταν ἐκεῖ πού εἶναι οἱ Ἅγιοι Θεόδωροι. Ὅταν, ἀργότερα, ὁ κόσμος πλήθυνε καί ὁ ναός Της θεωρήθηκε καί παλιός ἀλλά καί μικρός, τότε ἡ λατρεία μεταφέρθηκε στόν κοιμητηριακό τους ναό, τούς Ἁγίους Θεοδώρους.
Λειτουργικά λοιπόν κτισμένο τό χωριό. Καί κτισμένο ἐκεῖ πού διευκολύνονταν ὁ κόσμος λύνοντας ὅσο μποροῦσαν νά λύσουν τό μέγα πρόβλημα τῆς λειψυδρίας. Μιά βρύση στό Ντριγανίστι καί μιά στήν Πελέκα. .’H Πελέκα, πιστεύω ὅτι προέκυψε ἀπό τήν ἐν χρήσει λέξη πελέκα (ρ.πελεκῶ), (ἐδῶ) σκληρός φλοιός δένδρου, πού τοποθετούμενος στήν πηγή, ἔμοιαζε μέ τούς παλιούς σωλῆνες, κοινῶς σουλνάρια. Ἄρα κι ἐδῶ τό νερό λίγο. Στό μέρος πού εἶναι κτισμένο τό χωριό δέ βλέπω καλύτερη διαχείριση τοῦ τοπίου. Σπίτια λοιπόν παλιά. Δέ βλέπω καινούργιες οἰκοδομές. Ὅλα λιθοδομές με λάσπη, δίπατες. Κάτω μένουν τά οἰκόσιτα ζῶα, ὁ γάϊδαρος, δυό-τρία γελάδια, καμιά κατσίκα γιά τό γάλα της. Στό πάνω μέρος, στούς μπινάδες, ὅπως τά λέν, μένουν μαζί δυο-τρεῖς οἰκογένειες: τοῦ πατέρα καί τῶν παντρεμένων παιδιῶν. Τό ἀδιαχώρητο. Ἄν τά σπίτια πού μετρήσαμε εἶναι γύρω στά 65, τότε οἱ 500 μέ 550 κάτοικοι διαμοιράζονται στά σπίτια αὐτά ἀνά 8-9 ἄτομα. Οἰκογένειες πατριαρχικές. Ὁ λόγος τοῦ πατέρα εἶναι νόμος.

ΤΟ ΝΤΡΙΓΑΝΙΤΣ᾽


Ἄνοιξη στίς δόξες της . Κατηφορίζοντας ἀπ’ τούς Ἁγίους Θεοδώρους γιά τή βρύση μέ τρελαίνουν τ· ἀηδόνια πού θέλουν παρέα.
Πένθιμο τό κελάηδημά τους στήν ἀπάνθρωπη αὐτή ἐρημιά κι ἐγκατάλειψη. Σταματῶ κι αὐκριέμι. -Τό ἄθλιο! τώρα κάνει κλιτό καί σέ λίγο παραχορδή. Μεγάλος τεχνίτης, ἄφθαστος. « Σέ φουντωμένο δένδρου κλωνάρι, κάθεται σπίνος καί κελαηδεῖ». Ὅλα τραγουδοῦν ἐδῶ πάνω τραγούδια κερδυλλιώτικα.
«Πιδικλώνουμι» στίς πέτρες, τί δρόμος-ἔλεος!- «κόμα λίγου νά πέσου».
Πάνω καί κάτω ἀπ’ τό δρόμο τεράστια καραγάτσια. Φυσικά· δέν ὑπάρχει κανείς νά κόψει τά κλαδιά τους γιά τά σπιτίσια γίδια-ἡ καλύτερη τροφή τους. Δίπλα τεράστιες καρυδιές καί πλῆθος κερασιές.
Ἔρριξαν τά ἄνθη τους καί εἶναι καταπράσινες. Ὅλα καταπράσινα γύρω μου. ‘H ζωή στό τρελό μεθύσι της. Ὑψωμένα τά κλαδιά τους μέ παρακαλοῦν νά ξανάρθω, ἔστω καί ξένος, ἀφοῦ τούς ξέχασαν οἱ συγγενεῖς!. Δίπλα σ᾽ ἕνα κέδρο-γεμάτο κουκούτσια- ἕνα ἴχνος τοίχου καί πλάκες γύρω. Τί νά ὑπῆρχε ἐδῶ; Καμιά βρυσούδα, ἴσως. Ναι, ἀπό πάμπολλα χρόνια ξερή.
Συνεχίζω καί φθάνω τελικά. Μιά γροθιά στό στομάχι. Φριχτός ὁ δρόμος, πιό φριχτό τό θέαμα τῆς βρύσης.Ἕνα «σιουλνάρ᾽ » μέ μιά σταλιά, τί σταλιά, πολλές σταγόνες, στά σαπισμένα λιμνάζοντα νερά του, καί γύρω λάσπη, λάσπη, Θεέ μου, θάνατος, ἐνῶ γύρω σφύζει ἡ ζωή.

Δυό βρυσοῦλες στίς καινούργιες στέρνες μουρμουρίζουν κι αὐτές πένθιμα, ἐξαίσιο κάποτε νερό. Τόν ἦχο τους ἀκοῦνε μόνο τά σαπισμένα κι ἐδῶ νερά . Ἕνας χριστιανός δέ βρέθηκε νά μαζέψει, νά κάνει μιά ἀρχαιότροπη βρύση, νά τιμήσει κι ὡραΐσει τόν τόπο, τόν τόσο ὄμορφο! Βλέπω μέ τή φαντασία μου τίς Κερδυλλιώτισσες γυναῖκες πρωί-πρωί νά τρέχουν νά πιάσουν τόπο νά πλύνουν τά βαρειά κι ἀσήκωτα ὑφαντά, τίς κάπες κ.λ.π. Κι ἀκούω τόν κόπανο γκάπ-γκούπ..’Εδῶ τό ἀπόγευμα κατηφόριζαν Κερδυλλιώτισσες μέ τίς στάμνες καί τά μπαρντάκια196 νά πάρουν νερό καί, ἐπειδή δέν εἶδαν εκεῖνον πού περίμεναν, ξαναέρχονταν. «Τί βρέ κουρτσούδιμ· τώρα ἔφερις νιρό, πάλι θά ξαναπᾶς; θά κουραστεῖς». Μά ποῦ νά κουραστεῖ ἡ Βανθία! Τώρα, ὑπολόγιζε, θά εἶνι κεῖ. Καί ἦταν. Καί ἄλλαζαν μιά γλυκειά ματιά, αὐτό μόνο. Μιά φορά πού πέρασε πολύ κοντά του, ἐκεῖνος τῆς ψιθύρισε: « Πάεινι κι νά βγεῖς στού μπαλκόν’ θά πιράσου νά σύ διῶ». Κι ἡ Βανθία κατουρημένη ἀπ’ τή χαρά ἔτρεχε κι ἔβγινι κι ξαναέβγινι στό μπαλκόνι. Ἐδῶ λοιπόν ἦταν τό νυφοπάζαρο. Καί στήν Πελέκα βέβαια. Ἀλλά ἐκεῖ ἦταν κάπως μακρυά γιά τούς ἀνθρώπους πού κάθονταν στό Μεσοχώρι. Ἐκεῖ πήγαιναν ἄλλες, ἀπ’ τούν ἀπάν τού μαχαλᾶ Τά ἴδια καί κεῖ. Ἐκεῖ ἡ ἀνοιχτή ἀτμόσφαιρα κι ὁ καθαρότερος ἀέρας ἔδινε πιό δύναμη καί θάρρος. Ἐκεῖ ξεθαρρεύονταν λίγο περισσότερο. Κι οἱ χαρούμενες φωνές ἀκούγονταν μέχρι τό καφενεῖο τοῦ Ματσίκη καί τοῦ Μιχούδη. Χαλασμός πολλές φορές, προπάντων τήν παραμονή τοῦ Ἁηγιάνν’ τοῦ Κλύδωνα -24 Ἰουνίου- πού ἄναφταν φωτιές καί πηδοῦσαν.

Τώρα ἐδῶ στό Ντριγανίτσ᾽ δέν ἀκούγεται καμιά φωνή. Ἄν καταφέρει κανείς νά πηδήσει στό βάθος τοῦ χρόνου, θ᾽ ἀκούσει λίγες ψαλμωδίες ἀπ’ τούς Ἁγίους Θεοδώρους, ἤ μερικές τσιρίδες ἀπ’ τά κλάμματα τῶν συγγενῶν πού ἀποχαιρετοῦν τό νεκρό τους στό νεκροταφεῖο. Ἀλήθεια ποῦ εἶναι τό νεκροταφεῖο;
Στίς ἀπέναντι πλαγιές, «που κάτ᾽ ἀπ’ τσ᾽ ἅγιοι Θόδουρι», ἦταν, λέει, ἀμπέλια. Τώρα γεμάτα πουρνάρια καί παλιούργια. Εὐτυχῶς λιγόστεψαν τά γίδια καί πρόλαβαν νά πρασινίσουν. Μέ πιασμένη τήν ἐλαφρωμένη-παρά ταῦτα-ψυχή ἀνηφορίζω....

ΤΑ ΚΑΤΩ ΚΕΡΔΥΛΛΙΑ



Οἱ μέρες τῆς «ἐπίσκεψής» μου στά Ἄνω Κερδύλλια ἔφθασαν σχεδόν στό τέλος. Τήν παραμονή τῆς ἀναχωρήσεώς μου ἐμφανίσθηκε καί πάλι ὁ Περικλῆς. «Κύρ Γιώργου, θά πάου σήμιρα στἉκάτ᾽ τά Κιρδύλλια, θέλς νά ἔρτσ᾽ νά τά διεῖς;». Ἄλλο πού δέν ἤθελα. Ἀνεβήκαμε στ᾽ ἁλώνια κι ἀπό κεῖ πήραμε ἕνα καλό ὀρεινό δρομάκι κι ἀρχίσαμε νά ἀνεβοκατεβαίνουμε λοφάκια. «Εἶναι μακρυά τό χωριό; δέ φαίνεται καθόλου», ρώτησα. «Μπά μιά τφυκιά τόπους. Δέ φαίνιτι γιατί δέ θέλουν νά μᾶς βλέπουν», εἶπε κοφτά. Καί μετά ἀπό λίγο ὀλοκλήρωσε: «δέ μᾶς χουνεύουν καθόλου, γι αὐτό ἔκαναν τό χωριό τους νά βλέπει κατά τ᾽ θάλασσα κι ὄχι σ᾽ ἀπάν, κατά τή μᾶς». Πράγματι κάτι εἶχα ἀκούσει γιά τίς συνεχεῖς ἔριδες καί τούς αἰώνιους καβγάδες. « Οὐ συγχρῶνται Ἰουδαῖοι Σαμαρείταις».....
Μ᾽ αὐτά καί μ᾽ αὐτά φθάσαμε σχεδόν ἔξω ἀπ’ τό χωριό, σ᾽ ἕνα μεγάλο λάκκο καί ὑπολείπονταν μιά ἀνηφορίτσα. Πράσινο, βλάστηση, ἄλλο τοπίο, πιό ἤμερο. «Δῶ τού λέν Σουλίστρου», μοῦ λέει ὁ Περικλῆς, πού φαίνεται ἤξερε τό χωριό τό ἴδιο καλά ὅσο καί τό δικό του. Πυκνός καπνός ἀνέβαινε στόν οὐρανό. Ἀκούσαμε κάτι γυναικεῖες φωνές. Παρακάτω διακρίναμε ἀρκετές πού εἶχαν ἐγκαταστήσει τά καζάνια κι ἄρχιζαν τή μπουγάδα. Παραδίπλα δυό τρεῖς καλούς μπαχτσέσες. Μια μεγάλη βρύση, αὐτή εἶναι ὁ Σουλίστρος.
Ἀνηφορίσαμε καί βρεθήκαμε σέ ἕνα μεγάλο ξέφωτο. Ἕνας φιδίσιος δρόμος ὁδηγεῖ, ὅπως πρόσεξα, σέ μιά Ἐκκλησία, πιό κάτω ἀπό τό χωριό. «Εἶνι Ἅγιοι Ἀνάργυροι, μί τού μεγάλου παναήρ», μοῦ λέει ὁ Περικλῆς.
Σταθήκαμε νά ξαποστάσουμε. Καθίσαμε σέ κάτι μεγάλες πέτρες. Μιά μάλιστα ἀπ’ αὐτές εἶχε ἕνα τεχνητό στρογγυλό βαθούλωμα, μά δέν ἔμοιαζε «ἀρχαῖο». «Περιστεριά», λένε τό μέρος αὐτό οἱ κάτοικοι. Ἀπό κάτω ἔχαινε βάραθρο καί σχεδόν στό βάθος οἱ γυναῖκες μέ τά καζάνια. Ἀπό δῶ βλέπεις καθαρά-σάν ἀπό ἀεροπλάνο- κάτω, κατά τή μεριά τῆς θάλασσας καί τῆς Ἀμφίπολης. Ρέμβασα ἀρκετά. Δίπλα μου, ἀπ’ τή δεξιά μεριά τοῦ δρόμου κανά δυό ἁλώνια(Τοῦ Τζιρίτη καί τοῦ Μπουρνουσούζη, λέει ὁ Π). Τό χωριό ἀμφιθεατρικά χτισμένο. Ἀπό τή βορειοανατολική πλευρά μέ τό μεγάλο ναό, τόν Ἅγιο Γεώργιο, προχωράει δυτικά καί ἐπανέρχεται νότια.Τό χωριό εἶναι πιο μικρό ἀπό τά Ἄνω. Δέν πήραμε τό δρόμο γιά τούς Ἁγίους Ἀναργύρους, μά τόν κεντρικό, πού σχίζει τό χωριό στά δυό. Παρατηρῶ πώς τά σπίτια εἶναι κτισμένα με λάσπη, λείπει τελείως ὁ ἀσβέστης. Ἄς δοῦμε τά πάνω ἀπό τό δρόμο σπίτια. Ἐδῶ μπροστά μας, ἀριστερά καί δίπλα ἕνας ἀχυρώνας με ἕναν πεσμένο ἀχυρώνα· εἶναι τοῦ Κόφα, Κουφούδη κι ἐδῶ γίνεται τό ἐμπορικό πανηγύρι, καθώς καί ἡ ἔναρξη τῶν ἀθλητικῶν ἀγώνων.
Ἐδῶ ἔφθαναν οἱ δρομεῖς καί στεφανώνονταν με ἕνα κατσίκι ἤ ἀνάλογο ποσό. Δίπλα εἶναι τό σπίτι τῆς καλοκάγαθης γρηᾶς Σταλάμως Δημητρίου Δάλλα, πού ζῆ μέ τόν ἀδελφό της Βαγγέλη.
Μετά εἶναι δυό συνεχόμενα σπίτια ἀδελφικά: τοῦ Μαργαρίτη καί τοῦ Ἀναστασίου (Τάσος) Σκόρδα . Τα καλύτερα παιδιά τοῦ χωριοῦ.
Μαζί σχεδόν καί τό σπίτι τοῦ Σπυρόπουλου
Ἀμέσως ἄλλα δυό ἀδελφικά: τοῦ Κώστα καί τοῦ Δημητροῦ Μπουρνουσούζη
Ὀ Κώστας, γνωστός ὡς Ντίνας197, εἶναι ἕνα ψηλός, γεροδεμένος, ὄμορφος καί «περήφανος», μεγαλοπρεπής ἄνδρας. Ὁ κατασκευστής τῶν πιό τέλειων τσαρουχιῶν. Νά, ἀπ’ ἔξω κρέμονται δυό-τρία ζευγάρια νά στεγνώσουν. Τά δικά του ἦταν τόσο καλοκαμωμένα, ὥστε «τά ἄτιμα δέν ἔπιαναν ἴτσ᾽ λάσπ᾽». Ὁ ἀδελφός του, ὁ Δημητρός, γνωστός ὡς Μητρούδης, τό ἴδιο λεβέντης, εἶναι ὁ ἀγροφύλακας τοῦ χωριοῦ. Δίπλα, τό σπίτι τοῦ Φαντάζου.
Ὅλα αὐτά τά σπίτια χωρίζονται ἀπό τά ἑπόμενα μέ ἕνα πολύ στενό κι ἀνηφορικό δρομάκι.
Ἀμέσως τό σπίτι τοῦ Παπαϊωάννου, ἀπό τούς πιό καλούς νοικοκυραίους τοῦ χωριοῦ, μέ πολλά γελάδια καί μπόλικα χωράφια. Καλό τό σπίτι, πού τό ὀμορφαίνει πιό πολύ ἡ πεντάμορφη κόρη του, ἡ Κατίνα...
Ἀκολουθεῖ τό σπίτι τοῦ Δημητροῦ Στεργιανοῦ, ὅπου μένει καί ὁ γνωστός Χάϊτας.Μεγάλο τό σπίτι τοῦ Στεργιαννούδη, καθαρό καί προσεγμένο. Καλός, ἐξαιρετικός ἄνθρωπος. Δίπλα τοῦ Γιάννη Μπαλαμπάνη, φτωχόσπιτο, σά παράγκα.Ὁ Γιάννης ἦταν σχεδόν ἐπαγγελματίας τσομπάνης. Πολλά χρόνια στούς καλογήρους, στό μοναστήρι καί ἀρκετά ὁ «γελαδάρης», ὁ βοσκός, τοῦ χωριοῦ.
Πάλι δρομάκι καί τοῦ Μουκατᾶ καί δίπλα τοῦ Γιώργη Χούπη, γιοῦ τοῦ Μακεδονομάχου Π.Χούπη.Ὁ Γιώργος παίζει καλό λαοῦτο κι ὁ γιός του ὁ Παναγιώτης καλό βιολί. Εἶναι τό «συγκρότημα», ἡ μουσική κομπανία τοῦ χωριοῦ.
Ἀνεβαίνουμε πιό πάνω: κοντά στόν ἐπάνω δρόμο τά σπίτια Βασιλικούδη. Στο ἕνα μένει ὁ Γιάννης Κίκηρας. Τό ἄλλο, τοῦ Ποτῆ, κι αὐτός Βασιλικούδης, καλός νοικοκύρης καί παρακάτω λίγο τοῦ Ἀθανασίου
Ἀλβανοῦ. Εἶναι ὁ «μπάρμπας, θεῖος Θανάσης», ὁ ἐπί πολλά χρόνια διατελέσας πρόεδρος. «Ἄνθρωπος μέ μυαλό», λέν ἀκόμη οἱ Κερδυλλιῶτες.
Ἦταν καί καπνομεσίτης καί ἔβγαζε ἀρκετά.
Μετά εἶναι τοῦ Σαλονικιοῦ (Νά ἤξεραν οἱ σύγχρονοι νεαροί μας τι ψυχή κρύβει αὐτό τό βαφτιστικό ὄνομα...) Οἰκονομίδη πού ἐδῶ μερικά χρόνια ἔγινε ἱερεάς μετονομασθείς σέ Γεώργιος. Ἐκεῖ δίπλα τοῦ Γιώργου Γκάλιου, μέ τά δυό κάρα καί τά δυό ζευγάρια ἄλογα.
Μεσολαβεῖ δρομάκι ἀνηφορικό καί ἀμέσως μετά σέ ἕνα ἄνοιγμα τοῦ δρόμου πού σχηματίζει πλατεία ὁ περίφημος Μαγαζᾶς. Μαγαζᾶς λέγονταν ἕνα ἀρκετά μεγάλο δίπατο σπίτι. Ἦταν παλιό σχολεῖο καί ἡ ἕδρα τῆς Κοινότητος. Ὅταν τό σχολεῖο «ἔφυγε» μέ τήν ἀνέγερση τοῦ νέου, τή δεκαετία τοῦ 30, τό μισό ἔγινε καφενεῖο. Καφενεῖο μέ δόξες καί ἀξέχαστες μέρες, γιατί βοηθοῦσε τό ἄνοιγμα μπροστά. Ἐδῶ γίνονταν τρικούβερτοι χοροί, πάντοτε μέν ἰδίως ὅμως τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων. Πρό τοῦ Β´ Πολέμου τό εἶχε ὁ Ἀθανάσιος Ἀλαβανός. Τίς μέρες τοῦ 40-41 ἧταν κλειστό.
Πίσω καί πάνω εἶναι τά Χουπέϊκα: σπίτια, φοῦρνοι κι ὑποστατικά.Χούπης Ἀθανάσιος, Χούπης Δημήτριος, Χούπης Κωνσταντῖνος. Κατεβαίνουμε πάλι στό Μαγαζᾶ.
Πάλι δρομάκι Μιά νέα ἑνότητα με ἀρκετά σπίτια:
Πάνω ἀπό τόν κύριο δρόμο, λίγο παραπέρα, εἶναι τοῦ Πολυχρόνη Μπουρλίτη, τοῦ Πουλυόν’, ὅπως τόν φωνάζουν. Καλό σπίτι. Κάτω μαγαζί πού μετατράπηκε εὔκολα σέ καφενεῖο-μπακαλικο, ὅπου πιό πολύ σύχναζαν οἱ ξένοι πού δούλευαν στά ἔργα τῆς ἀποξήρανσης καί τῆς ἐκτροπῆς τῆς κοίτης τοῦ Στρυμόνα. Καί τό ἔδιναν νά καταλάβει. Μόνος ὁ Πολυχρόνης δέν προλάβαινε, γι᾽ αὐτό καί κατέβαιναν καί τόν βοηθοῦσαν οἱ ὄντως πεντάμορφες-στάρ, μοῦ λένε κάποιοι- κόρες του: Χρυσούλα, Κωνσταντινιά καί Ἑλένη. Ἄλλο πού δέν ἤθελαν καί οἱ θαμῶνες. Οἱ Κερδυλλιῶτες ἔβγαλαν καί σκωπτικό σχετικό τραγούδι:

«Καρατζᾶς καί ὁ Μπαμπούλης
καί ἡ κλίκα τους μαζί
κάθε βράδυ μεθυκλιόνταν
στοῦ Μπουρλίτ᾽ τού μαγαζί».
Δίπλα στόν πάνω δρόμο, τοῦ Ἀντώνη καί Γιάννη Φαραζᾶ καί ἐκεῖ γύρω τοῦ Κουτρούχα, τοῦ Σβάσιου μαζί με τοῦ Κωτούλα, τοῦ Χριστόδουλου Φουτούδη καί πιό πάνω τοῦ Κώστα Ἀλβανοῦ. Νοικοκύρηδες ὅλοι. Ὁ Γιάννης Φαραζᾶς παλιός χωροφύλακας εἶχε μιά πολύ ὄμορφη γυναίκα, τή Μιμίκα. ‘H Στεργιανή Κουτρούχαινα, χήρα σοβαρή, ἐργατική, μέ γελάδια, ἀμπέλια καί μπόλικο κρασί. Εἶχε δυό παιδιά, τό Μιχάλη καί τό Βαγγέλη. Ὁ Κωτούλας δουλευτής σέ φαγάνα στά ἀποξηραντικά ἔργα.
Ἐκεῖ δίπλα καί τοῦ Χριστόδουλου Καστανᾶ, πού τώρα, τήν ἐποχή αὐτή, εἶναι πρόεδρος τῆς Κοινότητας, καί καλός μάλιστα. Καλός νοικοκύρης με ἀρκετά ζῶα-γίδια (500).
Ἄλλο σπίτι εἶναι τοῦ Μιχούδη, μά εἶναι ἐγκαταλελειμένο: οἱ Μιχούδηδες ἐγκαταστάθηκαν στά Πάνω Κ. Ἐκεῖ κοντά-δίπλα εἶναι καί τό σπίτι τοῦ Ἄγγελου Σπανοῦ, πού ἦταν ἐπιστάτης ξένης τεχνικῆς ἑταιρείας στα ἔργα τοῦ Στρυμόνα. Βρισκόμαστε ἤδη στήν πίσω μεριά τοῦ Σχολείου. Ἐδῶ παραπάνω εἶναι καί τό σπίτι τῶν Ἀντώνη καί Μιχάλη Φαραζᾶ, σχεδόν πολύ κοντά στόν Ἁηγιώργη. Ὅλα αὐτά πάνω ἀπό τόν κεντρικό δρόμο.
Λίγο παρακάτω εἶναι τό Σχολεῖο πού τό προσπεράσαμε. Πολύ ὡραῖο, σχεδόν κατακαίνουργιο. Κτισμένο μέ τίς σύγχρονες προδιαγραφές. Μικρό βέβαια, μά πολύ καλό. Μπαίνω στίν αὔλειο χῶρο. Μιά τσιμεντένια σκαλίτσα μέ ὁδηγεῖ στό γραφεῖο τοῦ μοναδικοῦ δασκάλου (Πάντα μονοθέσιο). Ἀμέσως μιά μεγάλή αἴθουσα, καμιά πενηνταριά τ.μ. καί στήν ἀπένταντι μεριά μιά πόρτα μέ ὁδηγεῖ στό δωμάτιο τοῦ δασκάλου. Ὅλα παντακάθαρα. Πόρτες καί παράθυρα πολλά, προπάντων μεγάλα, τεράστια παράθυρα.
Ὁ Περικλῆς μοῦ λέει νά ξαναγυρίσουμε στήν Περιστεριά. Παίρνουμε τό δρόμο για τους Ἁγίους Ἀναργύρους.
Τό πρῶτο ἀριστερά, πάνω ἀπό τό δρομάκι, εἶναι τοῦ Δημητροῦ Μπέη. Ψαρᾶς, φαίνεται ἀπό μακρυά. Δίχτυα ἁπλωμένα δείχνουν τό ἐπάγγελμα τοῦ Δημητροῦ. Ἄν καί δέν ἦταν ἐπαγγελματίας ψαρᾶς, ὅμως ζοῦσε σχεδόν ἀπό τή βάρκα του. Ἔπλεκε καί κουφίνια καί καλάθια· νά καναδυό ἁπλωμένα πάνω ἀπό τήν πόρτα. Κι ἄλλοι Κατωκερδυλλιῶτες ψάρευαν παλιά στή λίμνη τἈχιανοῦ καί μετά στό Στρυμόνα. Ἀντίθετα μέ τούς Πάνω, οἱ Κάτω ἀγαποῦσαν τά λιμνίσια ψάρια.
Δίπλα τοῦ Δημητροῦ τοῦ Φουτούδη, τοῦ πολύ καλοῦ ἀμπελουργοῦ. Γιός του ὁ Ἀντώνης. Μεσολαβεῖ ἕνα δρομάκι καί συναντῶ τό σπίτι τοῦ Τσερκέζου, κτηνοτρόφου καί μετά τοῦ Ἀθανασίου Βάγιου καί παραδίπλα τοῦ κτίστη Σπύρου Ἀλβανοῦ.
Δεξιά, ὅπως κατεβαίνουμε, δέν ὑπάρχουν σπίτια. Λίγο παρακάτω ἀπό την Περιστεριά ἕνα δρομάκι μᾶς πάει στο Μῦλο. Μεγάλο οἴκημα, λειτουργικό, μέ τή γερμανική μηχανή ἐστερικῆς καύσης, ἔσωσε τόν κόσμο ἀπό τό μαρτυρικό πήγαινε-ἔλα στήν Εὐκαρπία, στο μῦλο.
Δεξιά καί πάλι, πιό κάτω, πρῶτο καί καλύτερο τό ἔνδοξο καφενεῖο τοῦ Τάσου Σκόρδα. Ἕνα ἐξαιρετικό σπίτι, καινούργιο, κτισμένο με ...ἀσβέστη. Κάτω, μεγάλο, εὐάερο καί εὐήλιο καφενεῖο καί πάνω τό σπίτι του.Τρικούβερτα γλέντια πού τά προκαλοῦσε ὁ ἴδιος ὄντας μεγάλος γλεντζές Δίπλα τῆς Σοφίας Ἀλβανοῦ, καφενεῖο κι αὐτό ἀλλά κατώτερης ἀξίας. Δυό ἀγόρια καί δυό κορίτσια ἡ Σοφία. Λίγο πιό πέρα τοῦ Χρήστου Ἀλβανοῦ, τοῦ Γιαουντῆ199 . Ὁ Μπαρμπαχρῆστος δέν σ᾽ ἀφήνει νά φύγεις, ἄν δέν ἀγοράσεις κάτι. Κι ἄν δέν ἔχει, ἔχει ἄμεση την ἀπάντηση! «Κάτσει λίγου τά μλάρια μί τά ψώνια ἔρχουντι νά στού Σουλίστρου εἶνι». Φοβερός.
Παραπέρα στή στροφή τοῦ λάκκου (τί λάκκος, λακκούδ᾽ ) τό μαγαζί τοῦ γιοῦ τοῦ Χρήστου, τοῦ Κώστα Ἀλβανοῦ. Οἱ κακές γλῶσσες μοῦ λέν πώς ὅ,τι ἔχει μέσα τά πῆρε κρυφά ἀπό τό μαγαζί τοῦ πατέρα του. «Τό ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας».
Τώρα ἀπ’ τήν ἄνω πλευρά. Μπροστά μου ὑψώνεται-κυριαρχεῖ θά ἔλεγα- τό ψηλό κι ἀρχοντικό σπίτι τοῦ Γιώργου Πλιάκα. Δεσπόζει τοῦ χωριοῦ. Δίπατο,περιποιημένο, ἐξαιρετική κατασκευή-ἀσβέστη μπόλικη στό χτίσιμο.Πέτρες διαλεγμένες μέ ἀρμούς παιχνιδιάρικους· τό βλέπεις καί τό χαίρεσαι. Κάτω ἕνα γεμάτο μαγαζί καί πάνω ἡ κατοικία. Μιά καθαρή αὐλή καί στήν πάνω γωνία μιά ἀφημένη κούρσα, φωνάζει τό νοικοκύρη της νά μήν τήν ἀφήνει μόνη κι ἄραχνη. Ὁ «ἄρχοντας» Πλιάκας ἔχει μια ἐξαιρετική Πανοκεδρυλλιώτισσα γυναίκα, τη Χαριστή(τό γένος Παπαμάρκου, παπαδοσόϊ) καί τρεῖς κόρες: Κωνσταντινιά,Φρόσω καί Κατίνα, ὅλες ὄμορφες καί καταδεχτικές. Στήν ἐμφάνιση τῆς μιᾶς σπεύδω νά ζητήσω νά δῶ τόν πατέρα της. «Ἄ, μπαμπάμ᾽ δέν εἶνι δῶ.Γυρνάει. Ἴσως εἶνι στού Τσάγεζι ἤ σέ κανένα χουριό. Μό τού βράδ᾽ ἔρχιτι· ἄμα εἶσι τού βράδ᾽ δῶ ἔλα νά τούν δεῖς. Ἔλα τώρα νά πάρς κάτι, νά σᾶς κεράσουμε». Κάνω πώς δέ θελω. «Μόνο ἕνα νεράκι, νά ξεδιψάσουμε», λέω καί ἀνεβαίνω τά σκαλοπάτια. Τά χάνω· παλάτι ἀληθινό. Διακριτικά πίνουμε τό νερό σέ ἕνα ποτήρι πολυτελείας καί φεύγουμε μέ τίς καλύτερες ἐντυπώσεις. Πλιάκας μέ τ᾽ ὄνομα.
Ἀπ᾽ την πάνω μεριά τό σπίτι τοῦ Χριστόδουλου Γκάλιου. Κι ἀπ’ την κάτω -δεξιά- εἶναι τό σπίτι τοῦ Θανασίκα. Πιό πίσω, ἀπ’ την ἄλλη τοῦ δρομίσκου, πρῶτο τό σπίτι τοῦ Σαρακατσάνου Γιάννη Γούλα, χρόνια μόνιμου κατοίκου τοῦ χωριοῦ. Μετά, τ᾽ ἀδελφικά σπίτια τοῦ Μποϊκούδη-Καρακοντίνου. Δίπλα τοῦ Δασκαλάρα. Καί τό καφενεῖο τοῦ Ἀθανασίου Ἀλβανοῦ (ἰδιοκτησία τοῦ Παπακωνσταντίνου). Μετά ὁ δρόμος διακλαδίζεται. Ἕνας δρομίσκος πάει ἀριστερά καί ὁ ἄλλος πλάγια δεξιά καί καταλήγει παραπέρα ἀπό τό Μαγαζᾶ. Ἀπ᾽ αὐτή μεριά τό πρῶτο σπίτι, πάνω ἀπό τό δρόμο πρός τούς Ἁγίους Ἀναργύρους εἶναι τό σπίτι-μεγάλο- τῆς οἰκογένειας Ψαρᾶ: Μιχάλη καί Κώστα. Πιό πάνω, κολημμένο σχεδόν στό σχολεῖο (ἀριστερά) τό σπίτι τοῦ Σταύρου Φαραζᾶ. Ἀρκετά πιό κάτω τό σπίτι τοῦ Νινιοῦ.
Ἀνάμεσα, κι ἕνα δένδράκι πού σκάζει στή δίψα. Ἤδη βρισκόμαστε κάτω ἀπό τό σχολεῖο. Ἕνα μεγάλο «πλατάνι» μᾶς ξεκουράζει λίγο. Σχεδόν τελειώσαμε. Δίπλα μας, δεξιά, τό σπίτι τοῦ Πολύμερου, καλοῦ νοικοκύρη· ἐδῶ ὁ Παναγιώτης Λιακούδης ἔχει τό «κουρεῖο» του· κι ἕνα, παραδίπλα, ἀκατοίκητο. Παραπάνω τό σπίτι τοῦ Ἀθανασίου Κασίμη.
Ἀκόμη παραπέρα, σχεδόν κάτω ἀπό τον Ἅγιο Γεώργιο δύο ἀκόμη σπίτια: πρῶτα τοῦ Σημαντρούδη καί μετά τοῦ καντηλανάφτη Εὐαγγελούδη.
Ἕνας χωρικός πού μᾶς «παραμόνευε», παρακολουθοῦσε ἀπό μακρυά, πλησίασε καί μοῦ ὑπέδειξε πώς ὑπάρχει ἀκόμη ἕνα σπίτι, ψηλά, «πού τν’ ἄλλ᾽ μιριά ἀ᾽ τού δρόμου». Ναί, ἕνα καμμένο σπίτι πού τό νόμισα για ἀχυρώνα, τό σπίτι τοῦ Τούση. Κοντός καί δυνατός πότης, ὁ Γεροτούσιος, ἕνα βράδυ ἀρκετά πιωμένος, με τη λάμπα στό χέρι σκοντάφτοντας μιά ἑδῶ μιά ἐκεῖ τόβαλε φωτιά. Κατάλαβε ὅμως τί ἔκανε καί τό μόνο πού κατώρθωσε, ἔβγαλε ἀπ’ τ᾽ ἀχούρι τό ἄλογο καί κάθισε ν’ ἀπολαμβάνει τη φωτιά καί τόν κόσμο πού ἔτρεξε μάταια νά τό σβήσει.
Αὐτά είναι τά Κάτω Κερδύλλια. Ἔχω τήν ἐντύπωση πώς ἐδῶ τά πράγματα εἶναι καλύτερα ἀπό Πάνω. Καί τά σπίτια περισσότερο περιποιημένα καί, κατά μία ἰδέα ἡ οἰκονομία γενικῶς καλύτερη. Δύο ναοί, νέο σχολεῖο, καλά καφενεῖα καί μπακάλικα τῆς προκοπῆς. Τοποθεσία θαυμάσια, ἀτμόσφαιρα πεντακάθαρη, πρόσωπα περισσότερο χαρούμενα. Μικρότερο, ἀλλά κάθε ἄλλο παρά εὐκαταφρόνητο.

ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ
ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΚΑ - ΓΛΩΣΣΙΚΑ

Οἱ Κερδυλλιῶτες εἶναι καθαροί Μακεδόνες. Δέν μπορεῖ πλέον νά μιλάει κανείς γιά Θράκες καί θρακικά χαρακτηριστικά. Ἄλλωστε πολύ περισσότερο θά μποροῦσε νά μιλήσει γιά Ἀνδριώτες καί χαρακτηριστικά νησιώτικα-κυκλαδικά. Ἐφ᾽ ὅσον ἀποδεδειγμένα τό ἀρχαῖον «Κερδύλιον» ἦτο ἀποικία τῶν Ἀνδρείων, τό ἴδιο θά μποροῦσαν νά ποῦν μαζί τους κι οἱ Τραγιλιῶτες καί μάλιστα οἱ Ἀηδονοχωρίτες, ἀφοῦ ἡ ἀρχαία Τράγιλος ἦταν σχεδόν ἐδῶ πού εἶναι σήμερα τό Ἀηδονοχώρι. Βέβαια τά ἀνθρωπολογικό ὑπόβαθρό μας εἶναι δεδομένο καί δέν ἐπιδέχεται κανέναν πλέον Φαλμεράϋερ. Ὅ,τι νά συμβαίνει, τά χαρακτηριστικά τους δέν ἀλλοιώθηκαν διά μέσου τῶν αἰώνων, καί μάλιστα ὄχι μόνο τά φυσιογνωμικά, ἀλλά καί τά λοιπά. Μιλοῦμε βέβαια ὄχι γιά τούς συγχρόνους-Νεοκερδυλλιῶτες, μά γιά τούς παπποῦδες καί προπάππους.Τά γνωρίσματα αὐτά εἶναι γνωστά καί δέν χρειάζεται νά ἐπαναληφθοῦν ἐδῶ: ψηλοί, καστανόξανθοι, γαλανομάτες, μέ μεγάλο μέτωπο, μέ ἐλαφρά κύρτωση, νευρώδεις. Λιγόλογοι, σοβαροί, ἐργατικοί . Πρέπει νά ὁμολογήσει κανείς ὅτι οἱ φυσιογνωμίες τῶν ἀνθρώπων μας τά χρόνια ἐκεῖνα, τά παλιά, δέν ἔδειχναν πλήρως τά παραπάνω χαρακτηριστικά. Οἱ παντοειδεῖς κακουχίες, τά βάσανα, οἱ ταλαιπωρίες, ἡ φτώχεια κυρίως κατά τήν τελευταία ἐκατονταετία, ὅλα αὐτά ἐπέφεραν κάποια παροδική ἀλλοίωση.
Ἀλλοιώθηκαν τά πρόσωπα, τά σώματα καμπούριασαν, ἐξαντλήθηκαν. «Πέθαναν νησκοί πατηράδις μας», ἀκοῦς καί σήμερα τούς μεγαλύτερους πού κάτι θυμοῦνται. Ἔπρεπε νά ἀποστραγγισθεῖ ἡ λίμνη, νά μοιραστεῖ ἡ βάλτα, νά περισσέψει λίγο σιτάρι, νά λαδωθεῖ τό ἔντερο γιά νά ἀρχίζει νά ἐμφανίζεται ἕνα ξεχασμένο χαμόγελο καί νά ὡραίζει τό πρόσωπο.
Παρά ταῦτα, ἄν προσέξει κανείς πολύ, θά δεῖ χαρακτηριστικά πού δέν προβληματίζουν για την αὐτοχθονία κανενός. ‘H κλωστή τῆς διαχρονίας στον τόπο αὐτό ἐκτέλεσε σχεδόν κύκλο: Ἄργιλος-Κερδύλλιο-Κρούσοβες-Νέα Κερδύλλια. Τά Κερδύλλια, ὅπως καί ἄλλα παλιά χωριά τῆς εὐρύτερης περιφέρειας, φιλοξένησαν πολλούς συνέλληνες ἀπό διάφορες περιοχές τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ὅλοι αὐτοί ἀφομοιώθηκαν γλωσσικῶς, πολιτιστικῶς, ἀλλά ὄχι φυσιογνωμικῶς. Ἕνας προσεκτικός παρατηρητής θά διαπιστώσει τή διαφορά. Με ταξύ αὐτῶν πού διατήρησαν τήν φυσιογνωμική καί γλωσσική τους ἰδιομορφία εἶναι οἱ Σαρακατσαναῖοι, γιά τούς ὁποίους θά μιλήσουμε ἀμέσως παρακάτω.
Ἀντίξοες λοιπόν συνθῆκες πίεζαν καί τόν ψυχικό τους κόσμο. Τούς ἔκαμναν σκληρούς κι ἀπόκοσμους. Διστακτικούς στίς διαχύσεις καί στίς θερμές μεταξύ τους σχέσεις. Ὁ πατέρας δέν χάϊδευε τό νεογέννητο, ἦταν ντροπή νά τό πάρει ἀγκαλιά. Ὄχι, δέν ἔλειπε ἡ ἀγάπη, ἔλειπε ἡ «ὄμορφη ἀποκοτιά» νά σπάσει τή σκληρή τάξη, πού ἤθελε τόν πατέρα, ἀκόμη καί τό μεγάλο ἀδελφό, σκληρό, τουλάχιστο νά φαίνεται ἔτσι. Γι αὐτό ἡ πατρική ἐντολή ἦταν θεϊκή, δέ χωροῦσε ὄχι συζήτηση, μά οὔτε καί γκριμάτσα δυσφορίας.
‘H «ὄμορφη ἀποκοτιά» παρουσιάζονταν μόνο στίς μεταξύ τῶν νέων σχέσεις. Τό αἴσθημα δέν τιθασσεύεται σέ κανένα μέρος τοῦ κόσμου. Βρίσκει τρόπους νά ἐκδηλώνεται καί στίς πλέον δυσμενεῖς συνθῆκες. Οἱ νέοι καί οἱ νέες ἔβρισκαν τρόπους νά «μιλοῦν» εἴτε στό Ντριγανίστσ᾽, εἴτε στήν Πελέκα καί τό Σουλίστρο. Ὁμιλίες,τίς



περισσότερες φορές, μέ τά μάτια, πού λέν πιό πολλά ἀπ’ ὅσα ἡ γλῶσσα. Προξενιά κυρίως, ἀλλά καί αἰσθήματα, γιά νά ὀργιάζει τό κοτσομπολιό μεταξύ τῶν γυναικῶν καί τῶν κοριτσιῶν... «Τά ἔμαθτι; Γιώργους τ᾽ Πατσιᾶ τά ἔχ᾽ μι τ᾽ Λένκου τ᾽ Τσιάγκα. Γι αὐτό ὅλου πιρνάει᾽ πού δῶ». Τό πῆρε ὁ ἄνεμος καί γέμισε τό χωριό. Σέ λίγο, ὑποχρεωτικά σχεδόν, ἀκολουθοῦσε ὁ ἀρραβώνας.
Σέ πολλά ση-μεῖα τοῦ βιβλίου αὐτοῦ παραθέτω αὐτούσιες φράσεις τῶν ἀνθρώπων μας ὄχι γιά ἄλλους λόγους, μά γιά νά φανεῖ ἡ ἰδιομορφία τοῦ λόγου. Ἰδιο-μορφία πού μοιάζει περισσότερο τό ἰδίωμα τῶν βόρειων Χαλκιδικιωτῶν (πολύ στενές σχέσεις), παρά τῶν Νταρνα-κοχωριτῶν καί, βέβαια, καμιά σχέση μέ τά προσφυγικά. Εἶναι ἡ γλώσσα τῆς Βισαλτίας: δωρική, βαρειά στήν προφορά, οἱ λέξεις συγκοπτόμενες, τά κύρια ὀνόματα πολλές φορές χωρίς τό ἄρθρο(ποιός ρέ; (ὁ) Γιάνς) καί ποτέ θηλυκό ἄρθρο γιά ἀρσενικό ὑποκείμενο(Βόρειοι Χαλκιδικιῶτες, « ἡ Γιώρς»), βραχέα φωνήεντα διότι βραχεῖα καί ἡ προφορά. Παίζει κανείς μεταξύ συμφώνων. Ρήματα πού ἐκφράζουν κάτι περισσότερο ἀπό τήν κυριολεκτική τους σημασία (Νιρτσιώνουμι, εἶμαι ἕτοιμος νά ἐπιτεθῶ· (τό ἐπιπλέον ἐδῶ: σηκώνονται ὄρθιες οἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς) Νισκιρίζω, ἀνακατώνω κι ὄχι μόνο· ἀλμπίζουμι, λιμπίζομαι, ντιρικώνουμι, ντεργιέμαι, διστάζω, αὐκριέμι, ἀκούω προσεκτικά κ.ἄ.). Βεβαίως ὑπάρχουν καί ξένες λέξεις στό λεξιλόγιό τους. Λέξεις πού υἱοθετήθηκαν σ᾽ ὅλη τή Χερσόνησο τοῦ Αἵμου: τουρκικές καί σλαβικές κυρίως καί πού χρησιμοποιοῦνται μέχρι σήμερα καί πού συνήθως εἶναι τοπωνύμια. Στά νεώτερα χρόνια ἐκφράζουν τήν ἱστορία τοῦ τόπου, πού πάει νά ξεχασθεῖ καί πού μᾶς βάζουν νά τή ξεχάσουμε. Τά χωριά μας, ἐκεῖ ψηλά, εἶναι πρόφραγμα ὄχι πλέον στούς ξένους-ἐχθρούς, μά πρόφραγμα στό ἔγκλημα τῆς δικῆς μας λήθης.
Τά ὀνόματα ὅλα καθαρά ἑλληνικά. Στο Βυζάντιο περισσότερο, ἐπιπολάζει ὅμως καί σήμερα τό ὄνομα Καλή-Καλούδα. Ἐντύπωση κάνει τό σπάνιο ὄνομα Θεοτόκιος καί Θεοτοκώ πάλι στο Βυζάντιο. Ὑπάρχει ἕνα σλαβικό ὄνομα.. Μποζιάνα (Μπόζια, Χρυσούλα). Τό ὄνομα Μπόζια (θειά Μπουζιούδα) ὑπαρκτό πρίν λίγα χρόνια, τώρα χάθηκε. Ἐπίσης ἐπιπολάζει καί τό Ἀδάμ.
Οἱ ἄνθρωποί μας δέν ἔχουν νά ἐπιδείξουν πολιτιστικές περγαμηνές. Ἔχουν ὅμως στό ἐνεργητικό τους τήν πιστή, μέχρι φανατισμοῦ, στήριξη τῶν ἠθῶν καί ἐθίμων, τή διαχρονία τῆς γλώσσας καί τή βαθειά πίστη τους στήν Ἐκκλησία. Ὅλα αὐτά τά πολιτισμικά στοιχεῖα τούς στήριξαν καί τούς διατήρησαν διά μέσου δύσκολων καί αὐχμηρῶν ἐποχῶν. Τούς ἔφεραν στή σύγχρονη ἐποχή μέ τή σφραγίδα τῆς γνησιότητας καί καθαρότητας στά μέτωπά τους. Σήμερα αὐτή ἡ καθαρότητα πάει νά χαθεῖ, ἀκόμα καί ἡ σωματική διάπλαση. Ἴσως νά εὐθύνεται ἐν μέρει ἡ ξένη για μᾶς δίαιτα πού μᾶς ἐπέβαλαν καί στανικά καί βίαια τήν ἐπιβάλλουμε καί μεῖς στά παιδιά μας. Προπάντων οἱ δῆθεν ἐξευρωπαϊσμένες μητέρες. Μαζί μέ τήν ἀρρωστημένη πλούσια δίαιτα- ἀλήθεια ποῦ εἶναι ἡ Μεσογειακή;- μᾶς ἔρχεται ἀπ’ ἔξω καί ἡ ἐνδυμασία πού κάθε ἄλλο παρά διευκολύνει τό σῶμα. Κι ὕστερα ἐκεῖνα τά ξενικά ὀνόματα πού συμπορεύονται μέ τήν ξενική μουσική. Σέ λίγο, βοηθούσης καί τῆς ἀθρόας ἐγκατάστασης πάσης φυλῆς καί γλώσσας, θά γίνουμε ὄντα ἄχρωμα, ἄοσμα καί ἄγευστα. ‘H ἑλληνική ὄσφρηση, ἀκόμη καί τοῦ σώματος χάνεται. Κι ἡ γλώσσα μας ἄλλαξε κι ἀλλάζει, σκέτοι φραγκολεβαντῖνοι.

ΟΙ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΙ

Δυστυχῶς δέν μποροῦμε ν’ ἀναφερθοῦμε ἀναλυτικῶς στήν ἱστορία τῶν Σαρακατσάνων-μιά ἐκπληκτική καί περήφανη ἱστορία. Λίγα μόνο γιά τούς φίλους Κερδυλλιῶτες «πρός γνῶσιν καί ἐκτίμησιν»201 κι αὐτά στίς ὑποσημειώσεις.
‘H ἐμφάνιση τῶν Σαρακατσάνων στά Κερδύλλια τοποθετεῖται πρό τοῦ 1920. Πρώτη ἐγκαταστάθηκε ἡ μεγάλη οἰκογένεια τῶν Γουλαίων, πού τώρα οἱ περισσότεροι βρίσκονται στόν Ἀχιανό, στή Νιγρίτα καί σέ πολλά μέρη Ἑλλάδος.
Τή δεκαετία τοῦ 1920 ἦρθαν οἱ οἰκογένειες τῶν Γιαρίμηδων, Γκουρτσαίων καί τῶν Ραφταίων.
Α. Οἱ Γουλαῖοι ἦταν πολύ μεγάλη οἰκογένεια-φάρα. Ἀπ᾽ αὐτήν μόνο τοῦ Γιάννη ἔμεινε ὀριστικά στά Κερδύλλια, τά Κάτω, ὅπου καί ἐγκαταστάθηκε ὁριστικά καί ἀφομοιώθηκε πολύ πιό γρήγορα ἀπό τίς ἄλλες.
Β. Οἱ σημερινοί Γκουρτσαῖοι εἶναι ἀπόγονοι μιᾶς μεγάλης φάρας (οἰκογένειας), τήν ὁποία ἀποτελοῦσαν ὁ ἀρχηγός πατέρας τους, Ζήσης καί τά τέσσερα παιδιά του: Δημήτρης (Μήτρους), Ἰωάννης (Γιάννης), Ἀναστάσιος (Τάσιους) καί Χρῆστος. Ἦρθαν ἀπό τή Βουλγαρία, ἀπό τήν περιοχή τῆς Φιλιππούπολης, στήν ὁποία εἶχαν καί ἀρχοντικό,καθώς καί στό Σλίβεν, τό 1929. Καί μετά τήν ἐγκατάστασή τους στά Κερδύλλια, δέν ἔπαυσαν νά περιφέρονται νομαδικά (σκηνίτες). Τό καλοκαίρι πήγαιναν σέ κατάλληλες γιά τά πρόβατα περιοχές τῆς Δράμας καί κυρίως στό σημερινό Πανόραμα, τότε Καλαπότι.
Γ. ‘H οἰκογένεια Γιαρίμηδων ἤ Γιαριμαίων, μέ τόν Ἀθανάσιο καί τά παιδιά του, Ἀντώνη καί Γιῶργο, ἦρθαν κατά τό 1922. Προέρχονται ἀπό τήν περιοχή τῶν Σαράντα Ἐκκλησιῶν.
Δ. ‘H οἰκογένεια Ραφταίων, μέ τό Δημήτριο καί τά παιδιά του Γιῶργο καί Χρῆστο, κι αὐτοί ἀπό τήν Τουρκία-Βουλγαρία. Δέν μπορεῖ κανείς νά εἶναι σίγουρος ἀπό ποῦ ἦρθαν οἱ Σαρακατσαναῖοι. Κινοῦνταν πάντα μεταξύ Τουρκίας καί Βουλγαρίας. Καί ὅταν οἱ συνθῆκες δυσκόλεψαν, ἐγκατέλειψαν τίς χῶρες αὐτές καί ἦρθαν στήν Ἑλλάδα. Ὅταν λέμε ἀπό ποῦ ἦρθαν ἐννοοῦμε ποῦ βρίσκονταν κατά τό χρόνο πού ἀποφάσισαν νά ἐπιστρέψουν στήν πατρίδα.
Μιά ἄλλη οἰκογένεια ἦταν τοῦ Δημητρίου Λαπατώνη, πού σήμερα ζεῖ στό Γαζωρο Σερρῶν.
Ἐγκαταστάθηκαν κατ᾽ ἀρχάς στά Πάνω Κερδύλλια σέ ἄδεια σπίτια, ἤ μέ ἐνοίκιο π.χ. στοῦ Καραμπελιᾶ, Ματσίκη κ.ἄ. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί γλύτωσαν τό θάνατο ἀπό τούς Γερμανούς ἐξ αἰτίας τῶν μαύρων ρούχων τους. Κίνησαν τήν περιέργεια τοῦ Γερμανοῦ ἀξιωματικοῦ- τη δευτερη φορά- ὁ ὁποῖος διά τοῦ διερμηνέως Παπαγιάννη τούς προειδοποίησε νά μήν τούς ξαναβρεῖ στό χωριό. Οἱ ἄνθρωποι ἔντρομοι ἐξαφανίστηκαν διασκορπισθέντες ἐδῶ κι ἐκεῖ.
Μέ τήν ἀνοικοδόμηση τῶν Νέων Κερδυλλίων καί πάλι ἐγκαταστάθηκαν στό νέο χωριό σέ καλύβες, ἕως ὅτου ἀπέκτησαν κι αὐτοί τά σπίτια πού ἔχουν σήμερα, ἐπί ἰδιωτικῶν οἰκοπέδων, πού ἀγόρασαν ἀπό Κατωκερδυλλιῶτες.
Πολλῶν Σαρακατσαναίων, πού δέν πρόλαβαν ἤ δέν εἶχαν τίς δυνατότητες νά ἀγοράσουν οἰκόπεδα καί νά κτίσουν μόνοι τους,τά σπίτια κτίστηκαν μέ τήν οἰκονομική βοήθεια τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν.
Πρέπει νά τονίσουμε ὅτι πέρασαν πολλά χρόνια γιά νά γίνει πλήρης ἡ ὄσμωση μεταξύ Κερδυλλιωτῶν καί Σαρακατσαναίων. Μέ ἑκατέρωθεν εὐθύνη... Οἱ Κερδυλ‑λιῶτες, συντετριμμένοι ἀπό τό μέγα κακό, εἶχαν κλεισθεῖ στόν ἑαυτό τους, μόνοι, ἀβοήθητοι καί ἀδύναμοι, καί δύσκολα ἀνοίγονταν σέ ὁποιονδήποτε. Πολύ περισσότερο σέ ἀνθρώπους πού δέν εἶχαν μόνιμη κατοικία, συνεννοοῦνταν σέ μιά γλώσσα μέ περίεργη ἐκφορά, ἐπαγγελματίες κτηνοτρόφους, μέ διαφορετικά ἤθη καί ἔθιμα καί ζωή σκληρή. Καί οἱ Σαρακατσάνοι, ἀπό τήν ἄλλη, βλέποντας αὐτήν τήν ἐπιφυλακτικότητα, πού τή θεωροῦσαν σχεδόν ἔχθρα, κρατοῦσαν στάση ἀμυντική ἔναντι τῶν γκραικῶν, ὅπως ὀνόμαζαν τούς Κερδυλλιῶτες, ἔναντι τῆς δικῆς τους ὀνομασίας πού δέν ἦταν μόνο Σαρακατσάνοι, ἀλλά καί Ρωμιοί
Ἔτσι οἱ σχέσεις δέν ἦταν οἱ καλύτερες. Θά χρειασθοῦν πολλά χρόνια γιά νά σπάσει ὁ πάγος, νά μεσολαβήσουν ἔρωτες καί συνοικέσια. Πολλοί ἀπέφευγαν καί τή σκέψη ἀκόμη νά δώσουν παιδιά σέ Σαρακατσάνους καί ἀντιστρόφως. ‘H ἀναγκαστική ὅμως συμβίωση, ἡ συνεχής προσέγγιση καί συμμετοχή στά κοινά, ἔφερε κοντά ὅλους. Σήμερα δέν ὑπάρχει καμιά διάκριση. Μόνο πειραχτικά καί εἰρωνικά ἀναφέρονται στήν καταγωγή τους. Οἱ Σαρακατσάνοι ἄφησαν πλέον τά πρόβατα, πλήν μικρῶν ἐξαιρέσεων, ἔγιναν γεωργοί καί μάλιστα ἐπαγγελματίες, νοικοκύρηδες ἰδιαίτερα-ὑπερβολικά θά ἔλεγα- ἐργατικοί. Ξημεροβραδιάζονται στά χωράφια. Τό βιοτικό τους ἐπίπεδο ἀνέβηκε καί ἔχουν νά ἐπιδείξουν πληθώρα νέων ἐπιστημόνων.
Ὅπως ὅλους τούς νεοέλληνες, καί τούς Σαρακατσάνους χτύπησε τό φαινόμενο τῆς ἀστυφιλίας. Καί εἶναι φυσικό, ἀφοῦ πλέον ἔπαυσαν νά ἀσχολοῦνται μέ τήν κτηνοτροφία, πού τούς κρατοῦσε στήν περιφέρεια. Πολλοί νέοι Σαρακατσάνοι δέν μένουν πλέον στά χωριά. Τό ἴδιο καί στά Κερδύλλια.
Στά Νέα Κερδύλλια κατοικοῦν οἱ ἑξῆς, περίπου 30, οἰκογένειες Σαρακατσάνων: Γιαρίμη, Γκούρτσα, Γούλα, Μουλαρᾶ, Ράφτη καί Σκεύα.

ΟΙ ΔΙΑΤΕΛΕΣΑΝΤΕΣ ΠΡΟΕΔΡΟΙ

Εἴμαστε τυχεροί ἀπό μιᾶς ἀπόψεως διότι ἔχουμε ὀνόματα προέδρων ἐδῶ καί πέντε αἰῶνες. Καί ἀλλοῦ εἶπα πώς τά Μοναστηριακά, κυρίως Ἁγιορειτικά ἔγγραφα, ἀποτελοῦν θησαυρό ἀνεκτίμητο γιά τήν τοπική μας ἱστορία. Κενό μέγα, δυστυχῶς ἀναπλήρωτο, ἀποτελεῖ ἡ νεώτερη περίοδος τῆς ἱστορίας τῶν χωριῶν. Κάηκαν τά πάντα. Ἁρπάχτηκε δυστυχῶς ἀπό τούς Βουλγάρους καί ὁ περίφημος Κώδικας τῆς Μητροπόλεως Σερρῶν καί ἔτσι εἴμαστε βουβοί σχεδόν γιά τά χρόνια τουλάχιστον ἀπό τό 1880 μέχρι τό 1930. Τά ἀναφερόμενα ἐδῶ ὀνόματα εἶναι πολύ λίγα σχετικῶς μέ ὅσους πέρασαν ἀπό τό ἀξίωμα. Μακάρι νά μπορούσαμε νά βροῦμε καί τά ὀνόματα τῶν Συμβούλων. Ὅπως φαίνεται, μερικά ὀνόματα προέδρων γράφονται μέ βάση τή μνήμη, χρονολογικά δέ κατά προσέγγιση. Π.χ. κάποια χρόνια ἀπό τή δεκαετία τοῦ 1920.Ποιά ὅμως; Ἄν λάβουμε ὑπ᾽ ὄψιν καί τό γεγονός πώς ἡ προεδρική θητεία δέν κατέληγε ποτέ νά εἶναι ὁλοκληρωμένο τετραετία κι αὐτό ἀπό τά πολιτικά τερτίπια τῶν φιλόδοξων συμβούλων, τό πρᾶγμα γίνεται ἀκόμη πιό δύσκολο. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά μερικούς δασκάλους.
Ἔτσι μετά ἀπό πολλή δοκιμασία καί ἔρευνα παραθέτω τόν ἑξῆς πίνακα προέδρων, ὁ ὁποῖος,φυσικά, ὑπόκειται σέ ἀναθεώρηση μέ βάση νεώτερα εὑρήματα, καί ὁ ὁποῖος φθάνει μέχρι τό 1941.
ΑΝΩ: 1. 1568 Κοτζά Μάλαμας
2. 1729 Χατζηδημήτριος
3. 1855 Γεώργιος Κώστα
4. 1857 Δημήτριος Νικολάου
5. 1913-15 ‘Hρακλῆς Ζαχαρίου
6. 1920-1928 Κωνσταντῖνος Χατζούδης-χωρίς καθορισμένη χρονολογία.
7. 1928-30 Μακρῆς Χρῆστος
8. 1930-31 Κατσιός Γεώργιος
9. 1932-36 Ἀγρολιᾶς Δημήτριος
10. 1936-41 Τσάγκας Δημήτριος, συνέχισε καί μετά τήν καταστροφή μέχρι τό 1950
ΚΑΤΩ: 1. 1913-15 Ἀναγνώστης (χωρίς δεύτερο ὄνομα)
2. 1928-36 Ἀθανάσιος Χούπης 3 τετραετίες προπολεμικῶς. Στό σπίτι τοῦ Ἀθανασίου Χούπη ἔμεναν συνήθως ὅσοι ἐπίσημοι ἔρχονταν στό χωριό, δεσπότης,νομάρχης κ.λ.π.
3. Ἀθανάσιος Ἀλβανός 1936-40 καί μετά.
4. Χριστόδουλος Καστανᾶς 1940-41
ΠΡΟΕΔΡΟΙ ΝΕΩΝ ΚΕΡΔΥΛΛΙΩΝ
1. 1950-54 Ἀλβανός Ἀθανάσιος
2. 1954-56 Ἀλβανός Ἀθανάσιος
3. 1956-60 Δασκαλούδης Γεώργιος
4. 1960-62 Κουτλούδης Ἀθανάσιος
5. 1962-64 Χούπης Σταῦρος
6. 1964 -Ἀπρίλιος 1967 Παπάρας Ἀλέξανδρος
7. 1967-1970 Σπυρόπουλος Γεώργιος
8. 1971-72 Χούπης Σπῦρος
9. 1972-74 Σαμαρᾶς Βασίλειος
Ἀποκατασταθείσης τῆς Δημοκρατίας, μέχρι τῆς ἀναλήψεως τῶν νέων Κοιν. Συμβουλίων (Μάϊο 1975) χρέη προέδρου ἔκανε ὁ Δ)ντής τοῦ Δημ. Σχολείου Κωνσταντῖνος Κουφός
10. 1975-78 Κωστούδης Ἰωάννης (Νάκος)
11. 1978-82 Παπάρας Ἀλέξανδρος
12. 1982 -98 Γκάλιος Μόσχος, 16 χρόνια.
13. 1998 Δῆμος Ἀμφιπόλεως
Μέ τούς προέδρους συνδέονται ἄμεσα καί οἱ γραμματεῖς. Ἔτσι στά Νέα Κερδύλλια ἐργάθηκαν ὡς γραμματεῖς οἱ Δημήτριος Ματσίκης καί Εὐριπίδης Μερτζάνος, γιός τοῦ γνωστοῦ καί ἐξαίρετου ἐκείνου πρώτου γραμματέως τῶν Ν.Κ. Γεωργίου Μερτζάνου.

 ΔΙΑΤΕΛΕΣΑΝΤΕΣ ΙΕΡΕΙΣ ΚΑΙ ΨΑΛΤΕΣ

Α. ΙΕΡΕΙΣ ΤΩΝ ΑΝΩ ΚΕΡΔΥΛΛΙΩΝ

1. 1319 Κων/νος Δράζης
2. 1321 Θεόδωρος Γελβέας
3. 1568 α) Παπακωνστάντιος
1568 β) Παπαγιαννάκης
1568γ) Παπασταμάτης
4. 1729 α) Παπασοφιανός
1729 β) Παπαευθύμιος
1729 γ) Παπαπαῦλος
5. 1855 Παπαμᾶρκος
6. 1880-83 α) Παπαχριστόδουλος 1880-83 β) Παπαφυλαχτός
7. 1915-1934(5) Παπαγιώργης Καλαϊτζόπουλος- Παπαγεωργίου
8. 1935-39 Παπαχαράλαμπος Σπανός ἀπό τόν Ἀχιανό
9. 1939-1940 Παπααγαθάγγελος, ἔμενε σέ σπίτι δίπλα στήν Ἀστυνομία μέ ἐξαιρετικά ὄμορφη γυναίκα καί δυό κόρες πού πολλοί στέκονταν στό παρακάτω ἄνοιγμα νά τίς δοῦν.
Β. ΙΕΡΕΙΣ ΚΑΤΩ ΚΕΡΔΥΛΛΙΩΝ
1. Παπανικόλας Χαραούδης
2. Παπακωνσταντῖνος με πολλά γίδια-κοπάδι
3. Κατά τό 1940-41 ἱερεύς Παπαγιώργης (Σαλονικιός τό λαϊκό του ὄνομα) Οἰκονομίδης
Γ. ΙΕΡΕΙΣ ΝΕΩΝ ΚΕΡΔΥΛΛΙΩΝ
1. 1940-1970 Δημήτριος Χατζούδης
2. 1940-1970 Γεώργιος Οἰκονομίδης
2. 1970-2003 Ιωάννης Λιάχας
3. 2003- Μιχαήλ Θεοχαρίδης
Δ. ΨΑΛΤΕΣ
ΑΝΩ: Ὁ Χατζηντίνας, Κωνσταντῖνος Χατζούδης
Κοντά του σιγόψαλε ὁ Γιῶργος Χουβαρδᾶς-ἔλεγε πολύ ὡραῖα τόν Ἀπόστολο- καί μερικοί ἰσοκρατοῦσαν
ΚΑΤΩ: Κατά τά χρόνια τοῦ 40-41 ὁ Παπανικόλας (ἔτσι τόν θυμοῦνται, ἔτσι τόν ἀποκαλοῦσαν γιατί εἶχε παπποῦ παπά, τόν Παπανικόλα ( πιό πάνω, ἀρ 1)
ΝΕΩΝ ΚΕΡΔΥΛΛΙΩΝ
1. Στόν πρῶτο καί νεόδμητο ναό τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων οἱ Νεοκερδυλλιῶτες φιλοτιμήθηκαν νά πάρουν πολύ καλό ψάλτη. Ἔτσι κάλεσαν ἀπό τά Βρασνά -χωριό μέ παραγωγή ψαλτῶν- τό νέο τότε ψάλτη Ἰωάννη Μανωλούδη, ὁ ὁποῖος ἔψαλε 3-4- χρόνια. Μετά τήν ἀποχώρησή του προσέλαβαν τόν
2. Χριστόφορο Τσομπάνη, καλλίφωνο, μά πολύ νευρικό. Τέλος τό 1958 προσέλαβαν τόν
3. Χαρίτο Χούπη, ὁ ὁποῖος ἐπί μία σχεδόν πεντηκονταετία τιμᾶ τό δεξιό στασίδι μέ τήν κατάρτιση καί τήν ἐξαιρετική του φωνή.Ἀριστερά θυμοῦμαι τό Στέργιο Κουτλούδη με την ἰσχή φωνή καί σήμερα τό Χρῆστο Καζᾶ.

ΣΧΟΛΕΙΑ ΚΑΙ ΔΑΣΚΑΛΟΙ



Ἰσχύει κι ἐδῶ ἡ κοινή διαπίστωση ὅτι ὁ ὑπόδουλος Ἑλληνισμός πρόσεξε τά σχολεῖα, τήν ἐκπαίδευση, σάν τά μάτια του. Καί πρίν ἀπό τήν Ἅλωση, ἀλλά κυρίως μετά, τήν παιδεία γενικῶς εἶχε ἀναλάβει ἡ Ἐκκλησία.’H προσφορά της καί στόν τομέα αὐτό εἶναι ἀπροσμέτρητη. Γενικός ἐπόπτης σέ κάθε σαντζάκι(Νομαρχία) ἦταν ὁ ἐπιχώριος Μητροπολίτης. Στά χωριά ὁ παπᾶς μέ τόν πρόεδρο. ‘H Δημογεροντία καί τό ἐκκλησιαστικό Συμβούλιο ἀποφάσιζαν γιά ὅλα τά προβλήματα τοῦ Σχολείου: ἐξεύρεση δασκάλων, ἀμοιβή, ἔλεγχος τῶν δασκάλων, πρόοδος τῶν μαθητῶν, ἀνέγερση σχολείων κ.λ.π. Τά ἔξοδα, ἐννοεῖται, τά ἀνελάμβαναν οἱ δύο αὐτοί θεσμοί.
Ἀπό τό δεύτερο μισό τοῦ 19ου αἰώνα βοηθός καί μερικός χορηγός ἔρχεται καί τό Ἑλληνικό κράτος σέ χρῆμα καί βιβλία. ‘H χρηματοδότηση γίνονταν ἀπό τά κατά τόπους Προξενεῖα καί πρός ἀποφυγήν ζητημάτων μέ τούς Τούρκους διά μέσου τῶν Μητροπόλεων.
Ἔχουμε πλῆθος ἀποδείξεων αὐτῶν τῶν ἀναλήψεων καί πληρωμῶν. Π.χ. γιά τά χωριά μας ἔχουμε κιτάπι πού ἀναφέρει τή χρηματοδότηση γιά τά σχολικά ἔτη 1905-1906 καί 1906-1907.
1.ΑΝΩ ΚΕΡΔΥΛΛΙΑ
α) Σχολικόν ἔτος 1905-07, χρηματοδότηση, συνολικά10 τουρκικές λίρες. Α´ Τετράμηνο 3,33 λίρες, Β´ καί Γ´ 6,67λίρες.
β) Σχολικόν ἔτος 1906-07 τό ἴδιο ποσόν
2.ΚΑΤΩ ΚΕΡΔΥΛΛΙΑ
α) Σχολικόν ἔτος 1905-06 5 λίρες.
Α´ τετράμηνο 1,66 λίρες Β´καί Γ´ 3,34 λίρες
β) Σχολικόν ἔτος 1906-07, τό ἴδιο ποσόν.203
Ἐννοεῖται ὅτι τό ποσόν αὐτό ἦταν μηδαμινό καί προστίθονταν στό κύριο, πού προέκυπτε ἀπό τή συμβολή τῆς Κοινότητος καί τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἄνθρωποί μας ἐκεῖνοι εἶχαν τήν πρόνοια νά προικίσουν κάθε σχολεῖο καί μέ ἀκίνητη περιουσία, χωράφια, βοσκότοπους, μύλους κ.ἄ., τά λεγόμενα Βακούφικα.
Γνωρίζουμε ὅτι κατά τά ἔτη 1913-1915 τά Ἄνω Κερδύλλια εἶχαν Δημοτικό Σχολεῖο μέ 50 παιδιά(λίγα ἐν σχέσει μέ τόν πληθυσμό του, πού ἦταν τότε 447 ἄτομα). Ὁ Δάσκαλος Χριστόδουλος Σαραφιανός ἀπό τή Νιγρίτα, μέ μεγάλη προϋπηρεσία (34 χρόνια), πληρώνεται 37 λίρες Τουρκίας, ποσό σεβαστό. Ἄν στό μισθό αὐτόν προσθέσουμε καί τό μισθό τοῦ ἱερέα τό ποσόν ἀνέρχεται στίς 60 περίπου λίρες. Ἀπό ποῦ βρίσκονταν τά χρήματα αὐτά;
Ἀπό τήν Κοινότητα, ἡ ὁποία, γι αὐτό τό σκοπό, διέθετε τίς εἰσπράξεις ἀπό ἕνα κοινοτικό καφενεῖο, ἀπό δύο δωμάτια πρός ἐνοικίαση καί ἀπό ἕναν κοινοτικό ὑδρόμυλο. Ἀπό τά παραπάνω ἐνοίκια εἰσέπραττε γύρω στίς 40-42 λίρες. Τά ὑπόλοιπα συμπληρώνονταν ἀπό τό παγκάρι τῆς Ἐκκλησίας.’H διαδικασία αὐτή ἦταν ἀνοιχτή καί διάφανη. Μετεῖχαν ὅλοι οἱ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ. Δέν ὑπῆρχε περίπτωση κατάχρησης· ἄλλωστε τά ἔσοδα ἦταν μετρημένα. Τό παραπάνω ἀποτελεῖ ἕνα μικρό δεῖγμα τοῦ τρόπου μέ τόν ὁποῖο λειτουργοῦσε καί μάλιστα ἄριστα τό γνωστό μά καταργημένο κοινοτικό σύστημα τῆς ἄμεσης αὐτοδιοίκησης.
Γνωρίζουμε ἐπίσης ὅτι ὁ Ἐπιθεωρητής (διορισμένος ἀπό τό ἑλληνικό κράτος-κρυφά ἐπιθεωρῶν τά σχολεῖα μας) πρότεινε τό διορισμό καί δασκάλας καί τήν ἀνέγερση νηπιαγωγείου στα Ἄνω. Τότε δημογέροντας ἦταν ὁ ‘Hρακλῆς Ζαχαρίου (;) καί γραμματεύς ὁ Ἀθανάσιος Χρήστου.204
Τά ἴδια χρόνια ἔχουμε στοιχεῖα καί γιά τά Κάτω Κερδύλλια (πληθυσμός 300 ἄτομα). Κι ἐδῶ σχολεῖο πολύ καλό. Καί συγκριτικά πιό πλούσιο.Ὁ δάσκαλος ἐδῶ, ὁ Ἀηδονοχωρίτης Θωμᾶς Τσαλταμπάσης, νεαρός 19 ἐτῶν, πληρώνεται 36 λίρες. Τά ἔσοδα τῆς Κοινότητος πού διατίθενται γιά τό σχολεῖο καί τό δάσκαλο προέρχονται καί πάλι ἀπό ἕνα ὑδρόμυλο, ἕνα λιβάδι, μιά ἀποθήκη (πιθανώτατα στό Τσάγεζι) καί ἕνα κομμάτι βοσκότοπο. ‘H συνολική δαπάνη, μαζί μέ τό μισθό τοῦ ἱερέα, γύρω στίς 50 λίρες. Τά παραπάνω κτήματα ἔδιναν περίπου 30 λίρες. Τά ὑπόλοιπα τά συμπλήρωνε καί πάλι ἡ Κοινότητα καί τό παγκάρι τῆς Ἐκκλησίας.
Νά ποῦμε καί δυό λόγια γιά τά σχολεῖα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Πολλοί παλαιοί τά ἀνεβάζουν στά ὕψη. Οἱ νεώτεροι τά οἰκτίρουν, ὄχι διότι τά παιδιά δέν μάθαιναν γράμματα-νομίζει κανείς ὅτι τούς σύγχρονους δασκάλους δέν τούς ἐνδιαφέρει τό πρώτιστο αὐτό-μά διότι, λέει, ἦταν σχολεῖα αὐταρχικά, μέ ξῦλο, τιμωρίες καί ἄλλες μεθόδους ἀντιπαιδαγωγικές. Αὐτό εἶναι ὄντως ἀληθινό.Οἱ ἀναγνῶστες τῆς Ἱστορίας αὐτῆς νά ἐπιτρέψουν στόν συγγραφέα-πού ἔχει σαράντα χρόνια διδακτική πείρα- νά ἔχει κάπως διαφορετική γνώμη. Οἱ συνθῆκες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης δέν ἔχουν καμιά σχέση μέ τίς σημερινές. ‘H κατά τά τελευταῖα χρόνια κατάργηγη τῆς αὐταρχικῆς ἐκείνης παιδείας, δέν ὁδήγησε δυστυχῶς σέ σχολεῖα μέ ὑπευθυνότητα καί δημοκρατική πειθαρχία. Ἀντίθετα σήμερα ἀντιμετωπίζουμε σχολεῖα καί μαθητές πού δέ θά ζήλευαν καθόλου οἱ δάσκαλοι, οἱ γονεῖς, ἀκόμη καί οἱ μαθητές τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Ἄλλωστε κανένα παιδί τῆς ἐποχῆς ἐκείνης δέν ἔπαθε κάτι κακό ἀπό τίς ξυλιές τοῦ δασκάλου. Πάντως, γιά νά λέμε τήν ἀλήθεια, τά γράμματα τότε μαθαίνονταν. Ὅταν στήν Ε´ καί Στ´ τάξη διδάσκονταν Ξενοφῶντος Κύρου Ἀνάβαση («Δαρείου καί Παρυσάτιδος γίγνονται παῖδες δύο», πού πολλοί γέροντες τά θυμοῦνται) καί κείμενα ἀρχαίων συγγραφέων, ὅταν μαθητές τῶν σχολείων ἐκείνων δέν ἀνορθογραφοῦσαν σχεδόν καθόλου, θλίβεται κανείς γιά τήν τωρινή κατάντια... Ὄχι δέν ἀναιρῶ τή σημερινή πλούσια ἐμπειρία καί γνώση τῶν μαθητῶν καί τις παιδαγωγικές περγαμηνές τῶν σύγχρονων δασκάλων. Διαπιστώνω καί κάτι ἄλλο: σήμερα δέν ἔχουμε Παιδεία πού δίνει ὁλοκληρωτική μόρφωση, γνώσεις καί ἦθος, ἀλλά Ἐκπαίδευση, πού συσσωρεύει στά μυαλά τῶν μαθητῶν γνώσεις-«πληροφορίες»- ξερές καί μόνο.
Τότε στά χωριά μας οἱ δάσκαλοι βαθμολογοῦνταν ἀπό ὅλους, ὄχι μόνον ἀπό τόν Ἐπιθεωρητή, πού σήμερα καταργήθηκε, τόν κατάργησαν μᾶλλον. Οἱ ἐξετάσεις γίνονταν δημοσίως. Καί ἐρωτήσεις στούς μαθητες μποροῦσαν νά ὑποβάλουν οἱ πάντες.
Παρακάτω παραθέτω ὀνοματεπώνυμα δασκάλων πού ὑπηρέτησαν στά χωριά μας. Δυστυχῶς ἡ πυρπόληση κατέστρεψε ὅλα τά σχολικά βιβλία. Τά ὀνόματα προέκυψαν τόσο ἀπό ἀναμνήσεις τῶν ἡλικιωμένων, ὅσον καί ἀπό ἀναδιφήσεις σέ σχετικές ἐργασίες ἱστορικῶν καί ἄλλων. Βρίσκει κανείς τέτοια στοιχεῖα ἐκεῖ πού δέν φαντάζεται.
ΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΩΝ ΑΝΩ ΚΕΡΔΥΛΛΙΩΝ
Πρίν ἀριθμήσουμε τούς δασκάλους, νά ποῦμε τή χιλιομαρτυρημένη ἀλήθεια ὅτι παλαιότερα χρέη δασκάλου ἔκαναν οἱ ἱερεῖς, αὐτοί οἱ ὀλιγογράμματοι παπάδες πού κράτησαν πίστη καί γλώσσα. Δυστυχῶς δέν ὑπάρχουν μαρτυρίες γιά δασκάλους παλαιότερων ἐποχῶν. Ἔτσι ἔχουμε:
1.1892-98 Ἰωάννης Χαρίσης
2.1913-15 Χριστόδουλος Σαραφιανός (Νιγρίτα)
3.1915- ; Γεώργιος Μερτζάνος (Ἀηδονοχώρι)
4. 1930-35 Σπῦρος Μυρίλας, Κέρκυρα)
5. 1935-40 Ἀθανάσιος Γκένιος (‘Hράκλεια-Τζουμαγιά)
6. 1936,37, Γεωργία, ἀπό τά μέρη Σιδηροκάστρου.
Μεταξύ Ὀκτωβρίου 1940 καί Μαρτίου 1941 ὑπῆρχε ὁ δάσκαλος
7. (1940-41) Ράγκος Βασίλειος (Καρπενήσι) Τό Μάρτιο τοῦ
᾽41 ἐπιστρατεύθηκε καί μετά ἦλθε μέχρι τό Ὁλοκαύτωμα ὁ
8. Γουβέτας Κωνσταντῖνος ἀπό τήν Πρώτη
ΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΩΝ ΚΑΤΩ ΚΕΡΔΥΛΛΙΩΝ
1. 1898-99, Τσέλιος Ἀθανάσιος (Νιγρίτα)
1. 1905-10 (;) Γεώργιος Καραμανλῆς (Πρώτη)
2. 1913-15 Γεώργιος Τσαλταμπάσης (Ἀηδονοχώρι)
3. 1920-30 α) Ντόνκηρας (χωρίς ὄνομα)
4. 1925 - β) Κουτσοῦκος Χρῆστος
5. 1937-39 Παπασταύρου
6. 1937-39 Δέσποινα-1939-40 -ὡραιότατη, ἔπαιζε βιολί
7. 1940-41 Μαρσέλος Ἰωάννης-Κύθηρα
8. 1940-41 γιά λίγο-μῆνες-ὁ Διπλαράκος
9. 1941- καί ἑξῆς Ἀρκάδιος Μερτζάνος, γεωπόνος
Θέλω νά σημειώσω ἐδῶ ὅτι τά σχολεῖα τῆς ἐποχῆς αὐτῆς, ἀλλά καί λίγο ἀργότερα, λειτουργοῦσαν πρωί-ἀπόγευμα: 7,30´ ἕως 1,30´ καί 3.00-6.00 μ.μ.
Κατά τά χρόνια τῆς Κατοχῆς, τοῦ Ἐμφυλίου, ἀλλά καί ἀργότερα, τή δεκαετία τοῦ 50, στά σχολεῖα διανέμονταν τό πρωί γάλα(σκόνη) πού τό ἔβραζαν οἱ μανάδες τῶν παιδιῶν μέ τή σειρά καί δίνονταν καί μιά κάψουλα μουρουνέλαιο.Ὅλα ἀπό τό περίφημο πράγραμμα τῆς ΟΥΝΡΑ. Ἀργότερα μοιράζονταν ροῦχα στούς μεγάλους ἀπό τό Σχέδιο Μάρσαλ. μαζί βέβαια μέ τά χρήματα(τοῦ Σχ.Μ) πού τά διαχειρίζονταν τό κράτος. Οἱ βοήθειες αὐτές ἔσωσαν κόσμο πολύ. Ὑπῆρχαν καί φαιδρά μέ τά ροῦχα καί τά παπούτσια. Συνήθως ἦταν μεγάλα καί δέν ταίριαζαν μέ τούς μικρόσωμους χωρικούς.
Ἔτσι ἐμφανίζονταν σκηνές πού προκαλοῦσαν γέλιο, ἐντεινόμενες μέ τά πάντα παρόντα πειραχτήρια. Στή δεκεατία τοῦ 50 Ἀμερικανοί καί Εὐρωπαῖοι ἔστειλαν καί μουλάρια καί ἀγελάδες πού μοιράστηκαν παντοῦ, ὄχι μέ λίγα τά παράπονα ἀπό κείνους πού δέν ἦταν τυχεροί. Τά σχολεῖα καί τῶν παλιῶν χωριῶν ἀλλά καί τῶν Νέων μαστίζονταν ἀπό παιδοπενία. Δέν τά ἔστελναν οἱ γονεῖς εὔκολα, προπάντων μετά τό Ὁλοκαύτωμα. Οἱ δουλειές πολλές, ἡ ἔλλειψη ἀνδρῶν ἀπελπιστική. Ἔτσι τίς ἀνδρικές δουλειές τίς ἀνέθεταν στούς μικρούς Κερδυλλιῶτες. Κι αὐτοί δέν δείλιαζαν. Τά περισσότερα παιδιά βρίσκονταν στά χωράφια καί στά ζῶα παρά στό σχολεῖο.

ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΚΑΙ ΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΩΝ Ν. ΚΕΡΔΥΛΛΙΩΝ

Τό σχολεῖο τῶν Ν.Κερδυλλίων εἶναι σχετικῶς νεόκτιστο.Ὁλοκληρώθηκε τη σχολική χρονιά 1953-54. Πληροῖ ὅλες τις προϋποθέσεις ἑνός καλοῦ σχολείου με μεγάλες αἴθουσες, τεράστιο αὔλειο χῶρο ἁνταποκρινόμενο στην πληθώρα, τότε, τῶν παιδιῶν, παιδιές κ.λ.π. καί σήμερα στεγάζει καί τό Νηπιαγωγεῖο
Τό Μαθητολόγιο τοῦ Δημοτικοῦ σχολείου πού ὑπάρχει στό σημερινό σχολεῖο δείχνει μέ ἐνάργεια τήν πορεία τῆς ἐγκατάστασης τῶν Κερδυλλιωτῶν στό νέο τους χωριό. Ἔτσι, τό σχ. ἔτος 1948-49 οἱ μαθηταί εῖναι πολύ λίγοι: 18. Α´ Τάξη 5, Β´ Τάξη 6, Γ´ Τάξη 1, Δ´ Τάξη 5, Ε´ Τάξη 1, Στ´ Τάξη κανένας. Ἀπό τό Μαθητολόγιο, ἐπίσης, φαίνεται καί ποῦ διέμειναν οἱ γονεῖς τῶν παιδῶν ὡς ἀνταρτόπληκτοι.
Π.χ. ἡ Ἀναστασία καί ὁ Δημήτριος Γούλας ἔμεναν στόν Τράγιλο, ὁ Γιαννούδης στή Μαυροθάλασσα, διότι τό Πιστοποιητικό Σπουδῶν ἐκδόθηκε ἀπό τά σχολεῖα τῶν χωριῶν αὐτῶν. Ξαφνικά τό σχ.ἔτος 1949-1950 τά παιδιά γίνονται 88 ὅλοι οἱ κάτοικοι ἐπιστρέφουν καί ἔχουμε τήν ἑξῆς εἰκόνα:
Το Δημοτικό Σχολείο των Ν.Κερδυλλίων

1948-49....................................18
1949-50....................................88
1950-51..................................110
1951-52..................................100
1952-53....................................99
1953-54....................................89
1954-55....................................89
1955-56....................................94
1956-57....................................94
1957-58....................................99
1958-59..................................100
1959-60..................................114
1960-61..................................120
1961-62..................................133
1962-63..................................140
1963-64..................................148

Κατά τή σχολική χρονιά 1952-53 ἔχουμε μιά σκληρή ποινή: μαθητής «ἀπεβλήθη διά παντός τοῦ σχολείου»,διαγωγή Κακή(Χρῆστος Κίκηρας), ὅπως διαγωγή Κακή παίρνει καί μιά μαθήτρια χωρίς ἀποβολή.
Κατά τό σχ.ἔτος 1953 -54 ἔχουμε πολλούς μαθητάς μή Κερδυλλιῶτες: Μπόσκου Βασιλική καί Στέλλα (Βρασνά), Γιαννούλου Δέσποινα, Μυρσίνα Μυτιλήνη) Παπᾶ Μαρία (Δάφνη, ὁ πατέρας της Παπᾶς Γεώργιος Δασοφύλακας), Πάπας Στέργιος (Ἰερισσός) Καλλιπολίτου Κυριακή (Ἀλεξανδρούπολις), Βρύζας Ἀπόστολος καί Παναγιώτα (Ὀρφάνι) Ἔχουμε καί μιά ὀρφανή: Οὐζούνη Ἐμμανουηλίτσα τοῦ Ἐμμανουήλ, Κερδυλλιώτισσα, γεννηθεῖσα τό 1943.
Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τήν ἑπόμενη χρονιά(1954-55) π.χ. Τσιμούρης Πέτρος ἀπό τή Λῆμνο μέ τρία παιδιά, ἀπό τό Ροδολίβος Νταῆς Γρηγόριος, ἀπό τήν Πρώτη Οἰκονόμου Καλλιόπη τοῦ Χρήστου.
Δάσκαλοι πού ὑπηρέτησαν στά Νέα Κερδύλλια ἀπό τό 1950 καί ἑξῆς εἶναι οἱ: ( ἀναφέρω μόνο τούς Διευθυντάς)
1. 1948-51, Ψιλλάκης Ἐμμανουήλ (Κρητικός), νευρικός καί ἰδιόρρυθμος (πολύ ξύλο)
2. 1951-56, Μούντζιαρης Γεώργιος, παντρεύτηκε τη συνάδελφό του Πασχαλία
3. 1956-58, Καρατζάνος Μυτιληνιός.
4. 1958-66, Γεωργιάδου Πόπη ὀκτώ χρόνια!!
5. 1966-69, Ἀνεμίδου Μαρία παντρεύτηκε τόν μετ᾽ ὀλίγον ἐλθόντα Μ.Βουδούρη
6. 1969-72, Βουδούρης Μιχαήλ
7. 1969-73, Δερελῆ (ὄνομα;)
8. 1973-77, Κουφός Κων/τῖνος
9. 1977-79, Μουτσιάνος Ἰωάννης
10. 1979-84, Ἀγατσιώτης Ξενοφών
11. 1984-90, Φαραζᾶς Μιχαήλ
12. 1990-91, Χερχελετζῆ Ἀγγελική
13. 1991-94, Χαραλαμπίδου Φωτεινή
14. 1994-1999, Λιάχας Ἀθανάσιος
15. 1999-05, Σιδηροπούλου Εὐτέρπη
16. 2005-06 Καραουλίδης Σωτήριος
17. 2006-07 Τσαγκαράκη Σοφία